Η κρίση που η ελληνική οικονομία διέρχεται από το 2009 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κυκλική,αλλά είναι δομική και αναμένεται να διαρκέσει έως ότου υπάρξει δημοσιονομική εξυγίανση. Παρά ταύτα, η ύφεση που τη συνοδεύει αναμένεται να έχει καταρχήν την ίδια βασική επίδραση στους κλάδους με αυτή που περιγράφηκε μεχρι σημερα . Επιπλέον, επειδή η τρέχουσα κρίση συνοδεύεται από σημαντικές πιέσεις όσον αφορά τις πιστώσεις, επιχειρήσεις και κλάδοι που έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια με ευνοϊκότερους όρους είναι αυτοί που θα επιβιώσουν και εντέλει θα ενδυναμώσουν τη θέση τους.
Η ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και η οικονομία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις μικροεπιχειρήσεις. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στον τομέα του τουρισμού που αντιπροσωπεύει περίπου το 15% της ελληνικής οικονομίας. Η δομή, η διάρθρωση και η εξωστρέφεια του κλάδου δεν απασχόλησε στον βαθμό που έπρεπε τους φορείς σε εθνικό επίπεδο, οπότε εκκολάφθηκαν διαρθρωτικά προβλήματα και αδυναμίες, τα οποία μείωσαν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Την τελευταία δεκαετία, μετά τη σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων, διαπιστώνεται ανάλογη συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος, ενώ τα διαρθρωτικά προβλήματα παρέμειναν, οδηγώντας τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας σε αδιέξοδο
Τα σημαντικότερα αγροτικά προϊόντα που εξάγει η Ελλάδα είναι πορτοκάλια, σκληρό σιτάρι, ελαιόλαδο και προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας, τα οποία παρά τη μικρή ποσότητα αντιπροσωπεύουν υψηλή αξία. Αντίθετα οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς είναι μεγάλες σε προϊόντα, όπως ο αραβόσιτος, που παρά την υψηλή παραγωγή, εισάγονται μεγάλες ποσότητες, το μαλακό σιτάρι, το αγελαδινό γάλα και το χοιρινό και βόειο κρέας (υψηλή αξία τελικού προϊόντος). Ειδικά για τα προϊόντα ζωικής παραγωγής, η ελληνική παραγωγή δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση και, κατά συνέπεια, εισάγονται μεγάλες ποσότητες χοιρινού και βόειου κρέατος, καθώς και αγελαδινού γάλακτος
Είναι σχεδόν ανύπαρκτο ένα σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις που θα μπορούσε να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε ευρύτερο περιφερειακό και διεθνές πλαίσιο. Οι ΜΜΕ και ιδίως οι μικροεπιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες ανάπτυξης, διότι το δυναμικό τους προσκρούει σε διάφορα εμπόδια: μια δημόσια διοίκηση που δίνει προτεραιότητα στην παραγωγή νόμων παρά στην επαρκή και αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών, έλλειψη εμπιστοσύνης στη λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης, έλλειψη πρόσβασης στη χρηματοδότηση, έλλειψη εργαλείων ΤΠΕ όσον αφορά τον χωροταξικό σχεδιασμό και τη διαφάνεια των δημόσιων συμβάσεων, έλλειψη στήριξης και παροχής συμβουλών για τη διείσδυση στις διεθνείς αγορές, έλλειψη διαφάνειας των συμβάσεων. Η αδυναμία επιχειρηματικότητας είναι ακόμη εντονότερη στις αγροτικές περιοχές και τις περιοχές αλιείας λόγω των ειδικών προκλήσεων από χωροταξική άποψη, διότι οι αγροτικές περιοχές βρίσκονται μακριά από το κέντρο ελέγχου της οικονομίας. Η στήριξη της ΕΕ προς τις ΜΜΕ την περίοδο 2007-2013 ήταν κατακερματισμένη, οι επιχορηγήσεις δεν είχαν επαρκή στόχευση έως το 2011 και τα μέσα χρηματοοικονομικής τεχνικής ήταν υπερβολικά μεγάλα και δεν ήταν σωστά προσαρμοσμένα στις οξύτερες ανάγκες.
Η Ελλάδα ενθαρρύνεται έντονα να λάβει γρήγορα όλα τα αναγκαία μέτρα για να ξεκινήσει ουσιαστικά η νέα περίοδος προγραμματισμού στις αρχές του 2015. Για τον σκοπό αυτό, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να εξετάσουν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός μηχανισμού εργασίας για την ενίσχυση του συντονισμού και την αποκλειστική εστίαση στις προετοιμασίες για την επόμενη περίοδο με βασικό μέλημα να εξασφαλίσει ότι το αργότερο έως τα τέλη του 2015 θα πρέπει να εκσυγχρονίσει τα σημεία συνοριακής διέλευσης και τα τελωνεία για γρήγορο, ασφαλές και αποτελεσματικό εξωτερικό εμπόριο στην ΕΕ. Στηρίζοντας τον εκσυγχρονισμό της υποδομής, του εξοπλισμού και των συστημάτων των τελωνείων καθώς και τη δημιουργία διοικητικής ικανότητας. Εξασφάλισει με τα κίνητρα της νέας ΚΑΠ που θα μπορούν να αξιοποιηθούν, ώστε να αναβαθμιστεί ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα σε θέματα ποιότητας και τυποποίησης της γεωργικής παραγωγής και να εξασφαλιστεί η περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έτσι ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα της καλλιεργήσιμης γης και η ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές