Γρηγορείτε λέει το ΕΚ στις κυβερνήσεις

Υπέρ της συμφωνίας για την ευρωπαϊκή επιτήρηση των τραπεζών αλλά, ως επί το πλείστον, επικριτικοί για τον βραδύ ρυθμό που προβλέπεται για την υλοποίησή της εμφανίσθηκαν οι επικεφαλής των πολιτικών ομάδων του ΕΚ στη συζήτηση  για τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής της περασμένης εβδομάδας, με ορισμένους να προσθέτουν την αδυναμία των κυβερνήσεων να προωθήσουν αναπτυξιακά μέτρα.

Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της συνόδου, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Χέρμαν Βαν Ρόμπεϊ, τόνισε ότι η τραπεζική εποπτεία (μέσω του ενιαίου μηχανισμού εποπτείας ή SSM - Single Supervisory Mechanism) αποτελεί επείγον μέτρο για την αποτροπή ενδεχόμενων νέων κινδύνων αποσταθεροποίησης του συστήματος και μετάδοσης τέτοιων φαινομένων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

"Ο μηχανισμός SSM είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για τη δημιουργία πλήρους και ολοκληρωμένου κανονιστικού πλαισίου για το χρηματοπιστωτικό τομέα. Χρειάζεται όμως να υπάρξουν και άλλα μέτρα, αρχίζοντας από την εναρμόνιση των εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων", εξήγησε ο πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου. Αν η συμφωνία ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2013 μπορεί να ισχύσει ήδη από το νέο έτος κάτι που όμως "δημιουργεί τεράστια ευθύνη για όλους μας καθώς δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε τώρα τον βηματισμό μας".

"Η κρίση είναι ακόμα εδώ και πολλά από τα κράτη μέλη βρίσκονται ακόμα σε ύφεση, η ανεργία είναι ακόμα πολύ μεγάλη και απειλεί να υπονομεύσει ακόμα περισσότερο την κοινωνική συνοχή", σημείωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, για να προσθέσει πως "έχει υπάρξει κάποια πρόοδος αλλά, ειλικρινά, είναι πια καιρός οι προτάσεις να γίνουν πραγματικότητα"...

Από την πλευρά των πολιτικών αρχηγών, παίρνοντας πρώτος το λόγο, ο επικεφαλής της ομάδας του ΕΛΚ, Γάλλος ευρωβουλευτής Joseph Daul, σημείωσε ότι "ένα από τα μαθήματα της κρίσης είναι ότι δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τον έναν ή άλλο τομέα της οικονομίας, για παράδειγμα τον χρηματοπιστωτικό, από την κοινή νομοθεσία και για το λόγο αυτό το ΕΛΚ στηρίζει την πρόταση του Συμβουλίου για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μηχανισμού τραπεζικής εποπτείας. Οποιαδήποτε αποτυχία στο μέτωπο αυτό θα έχει συνέπειες για ολόκληρο το σύστημα".

Για τους Σοσιαλιστές, ο Αυστριακός επικεφαλής της κοινοβουλευτικής τους ομάδας, Hannes Swoboda, τόνισε ότι η σύνοδος κορυφής ελάχιστα προσέφερε σε ότι αφορά την ανάπτυξη, για να εξηγήσει ότι "δεν χρειαζόμαστε σύμφωνο ανάπτυξης αλλά πολιτική ανάπτυξης". Συμπλήρωσε ότι το χρονοδιάγραμμα για τον μηχανισμό τραπεζικής εποπτείας στοιχειοθετεί "καθυστέρηση την οποία δεν επιθυμούμε. Πάρτε όσο χρόνο χρειάζεται αλλά μην αφήσετε την κρίση να επιδεινωθεί κι άλλο, αυτό δεν μπορούμε να το δεχθούμε".

Για ουσιαστικό πάγωμα της τραπεζικής εποπτείας μέχρι τις γερμανικές εκλογές κατηγόρησαν τη σύνοδο κορυφής ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων, Βέλγος ευρωβουλευτής Guy Verhofstadt και, εκ μέρους της ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών, ο Βρετανός Martin Callanan.

"Είναι ανεύθυνο να περιμένουμε εννέα μήνες πριν την έναρξη της υλοποίησης μιας  πολιτικής που θα έχει ήδη εγκριθεί νομοθετικά πριν από το τέλος του έτους", σημείωσε ο Verhofstadt. Απευθυνόμενος δε στον πρόεδρο της Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ρώτησε "που είναι η πρότασή σας για το ταμείο απόσβεσης ή τα ευρωομόλαγα, που γνωρίζεται ότι είναι ο μόνος τρόπος μείωσης των επιτοκίων στην ΕΕ";

"Η σύνοδος κορυφής είχε σημασία αποκλειστικά και μόνο ως μια ακόμα χαμένη ευκαιρία", σημείωσε με τη σειρά του ο Martin Callanan, τονίζοντας ότι "το περιθώριο που κέρδισε η Κεντρική Τράπεζα με τις ενέργειές της για να μπορέσουν οι πολιτικοί ηγέτες να αναπνεύσουν και να καθησυχάσουν τις αγορές χάθηκε".

Για τους Πρασίνους, η Γερμανίδα συμπρόεδρος της  πολιτικής ομάδας, Rebecca Harms,  σημείωσε ότι "πρέπει να ξεπεράσουμε τη λιτότητα και τις πολιτικές μείωσης των ελλειμμάτων. Η ανάκαμψη θα έρθει μόνο με αναπτυξιακά μέτρα".

"Πρέπει να  ισορροπήσουμε την κατάσταση και να διορθώσουμε την πορεία μας" τόνισε η Γερμανίδα επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς, Gabrielle Zimmer, καταγγέλλοντας πώς τα κονδύλια που παρέχονται στις χώρες που αντιμετωπίζουν την κρίση καταλήγουν ως επί το πλείστον στις τράπεζές τους και όχι στους προϋπολογισμούς τους.