Τεκτονικές ανακατατάξεις στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και ενδεχομένως στον ενεργειακό χάρτη.
Τεκτονικές ανακατατάξεις στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και ενδεχομένως στον ενεργειακό χάρτη προοιωνίζονται οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών με καταλύτη, στην αρχή της εβδομάδας, την πρωτοφανή υποχώρηση της τιμής του αμερικανικού αργού σε αρνητικό πρόσημο. Συνισταμένη ετερόκλητων παραγόντων, αλλά κυρίως απότοκος της θεαματικής πτώσης κατά 30% που έχει σημειώσει η παγκόσμια ζήτηση εν μέσω της πανδημίας, η ιλιγγιώδης πτώση του πετρελαίου προδιαγράφει σειρά ανατροπών και συνεπειών για χώρες, εταιρείες και ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους.
Οσες χώρες αντλούν σημαντικό τμήμα των εσόδων τους από τις εξαγωγές «μαύρου χρυσού» αντιμετωπίζουν άμεσα δημοσιονομική στενότητα και όσες από αυτές δεν στηρίζονται σε ισχυρά οικονομικά θεμέλια, βρίσκονται ήδη σε δεινή θέση. Πετρελαϊκές κάθε μεγέθους βλέπουν να πλήττεται η κερδοφορία τους και μειώνουν τις επενδύσεις, ενώ ολόκληρος ο κλάδος της σχιστολιθικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κινδυνεύει από εξαφάνιση.
Στην πράξη, η αρνητική τιμή που είχαν τα προθεσμιακά συμβόλαια αμερικανικού αργού επί δύο συναπτές συνεδριάσεις σημαίνει ότι οι διαπραγματευτές πετρελαίου πλήρωναν ή, τουλάχιστον, ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν τους πελάτες τους προκειμένου αυτοί να αγοράσουν το πετρέλαιό τους. Η μέχρι πολύ προσφάτως αδιανόητη αυτή κατάσταση είναι σίγουρα αποτέλεσμα της άνευ προηγουμένου αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας, στην οποία έχει εξαναγκαστεί το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη προσπαθώντας να αναχαιτίσει την πανδημία. Με τις βιομηχανίες να κλείνουν, τα αεροπλάνα να καθηλώνονται στο έδαφος και τους ανθρώπους να κλείνονται σπίτια τους ήταν αναπόφευκτη η κατάρρευση της ζήτησης για πετρέλαιο. Και το αποτέλεσμα ήταν κυριολεκτικά να πλέει η παγκόσμια αγορά σε ένα πλεόνασμα υπερπροσφοράς πετρελαίου.
Πόλεμος τιμών
Προϋπήρχαν, ωστόσο, οι συνθήκες που οδηγούσαν σε πτώση του πετρελαίου, ιδιαιτέρως από τις αρχές Μαρτίου, όταν η Σαουδική Αραβία εγκαινίασε έναν πόλεμο τιμών κατά της Ρωσίας, εξαντλώντας τις δυνατότητές της σε άντληση και παραγωγή πετρελαίου και διεκδικώντας το μέγιστο δυνατό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά. Οι δύο χώρες με τις μεγαλύτερες εξαγωγές πετρελαίου στον κόσμο και αναπόφευκτα σε ανταγωνιστική σχέση είχαν συμμαχήσει τα τελευταία χρόνια για να στηρίξουν τις τιμές του πετρελαίου. Από τη στιγμή που επήλθε ρήξη ανάμεσά τους, οι τιμές του πετρελαίου βρέθηκαν σε ελεύθερη πτώση.
Την ίδια τη συμμαχία Ριάντ και Μόσχας είχε, άλλωστε, υπαγορεύσει η υποχώρηση που είχαν ήδη σημειώσει οι τιμές του πετρελαίου από το 2014 και μετά. Και ο λόγος ήταν η υπερπαραγωγή «μαύρου χρυσού» στις ΗΠΑ, στην οποία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο οι βιομηχανίες σχιστολιθικού πετρελαίου οδηγώντας την υπερδύναμη στην πρώτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή πετρελαίου. Θύματα της επιτυχίας τους, όμως, οι βιομηχανίες αυτές ήταν οι πρώτες που γονάτισαν όταν επιταχύνθηκε η πτώση του πετρελαίου, καθώς έχουν μεγάλο λειτουργικό κόστος και δεν είναι βιώσιμες με τιμές κάτω των 50 δολαρίων το βαρέλι. Με στόχο την επιβίωσή τους, εξάλλου, ο Αμερικανός πρόεδρος βρέθηκε προ δύο εβδομάδων στην απίθανη θέση του μεσολαβητή ανάμεσα στο Ριάντ και στη Μόσχα, για να επιτύχει τον μεταξύ τους συμβιβασμό και μια νέα συμφωνία μείωσης της παγκόσμιας παραγωγής με τη συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων και των αμερικανικών πετρελαϊκών. Ολες αυτές οι προσπάθειες έχουν, ωστόσο, αποδειχθεί ατελέσφορες, καθώς η ζήτηση παραμένει εξαιρετικά χαμηλή.