Η κρίση της COVID-19 και το αναπόφευκτο φρένο που έβαλε στην οικονομική δραστηριότητα ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχει για την οικονομία η ύπαρξη ισχυρής παραγωγικής βάσης.
Η κρίση της COVID-19 και το αναπόφευκτο φρένο που έβαλε στην οικονομική δραστηριότητα ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχει για την οικονομία η ύπαρξη ισχυρής παραγωγικής βάσης. Παρότι οι τομείς των υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός, θα αποτελούν πάντα μια πολύ σημαντική πηγή εισοδήματος για την Ελλάδα, χαρακτηρίζονται επίσης από μεγάλη μεταβλητότητα και εξάρτηση από τις διεθνείς εξελίξεις. H ελληνική οικονομία έχει τώρα να αντιμετωπίσει δύο σημαντικές προκλήσεις. Πρέπει αδιαμφισβήτητα να γίνει πιο εξωστρεφής, ώστε οι εξαγωγές σε περίοδο οικονομικής άνθησης να χρηματοδοτούν την αυξημένη ζήτηση για εισαγωγές και σε περίοδο «εσωτερικής» οικονομικής κρίσης να αντισταθμίζουν τη χαμηλή εγχώρια ζήτηση. Ομως ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία πρέπει να γίνει πιο αυτάρκης, δηλαδή οι εισαγωγές να υποκατασταθούν από πιο ανταγωνιστικά εγχώρια προϊόντα, ώστε η εγχώρια ζήτηση να προστατεύει την οικονομία σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση, όπως η τωρινή.
Πώς όμως μπορεί μια μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, να χτίσει μια παραγωγική βάση σε επίπεδο βιομηχανίας, η οποία θα είναι ανταγωνιστική διεθνώς, ώστε να πραγματοποιεί εξαγωγές καθώς και να καλύπτει κατά το δυνατόν την εγχώρια ζήτηση υποκαθιστώντας εισαγωγές;
Για να απαντήσουμε στο «τι χρειάζεται μια χώρα για να γίνει ανταγωνιστική και να εξάγει», πρέπει να μην ξεχνάμε ότι οι εξαγωγές δεν γίνονται από μια χώρα, αλλά από συγκεκριμένες εξαγωγικές επιχειρήσεις. Κοιτάζοντας λοιπόν τις ελληνικές επιχειρήσεις που εξάγουν, θα δούμε ότι το 90% των εξαγωγών γίνεται από το 10% των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Αυτό το εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, που παρατηρείται σε γενικές γραμμές σε όλες τις οικονομίες, είναι συνέπεια του γεγονότος ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι πιο παραγωγικές και μπορούν να εκμεταλλευθούν καλύτερα τις διεθνείς αγορές, καθώς έχουν οργανωμένα εξαγωγικά τμήματα που παρακολουθούν τις εξελίξεις σε κάθε χώρα και εκμεταλλεύονται τα δίκτυα διανομής και προβολής στις ξένες αγορές.
Ομως ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας είναι ότι αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ). Για αυτές τις επιχειρήσεις είναι πολύ δυσκολότερο να αποκτήσουν πρόσβασή στις ξένες αγορές, ιδιαίτερα τις μεγάλες, με συνέπεια να παραμένουν εγκλωβισμένες στην ελληνική αγορά, ανταγωνιζόμενες μάλιστα συχνά με αντίξοες συνθήκες τις εισαγωγές από φθηνές χώρες (π.χ. Κίνα).
Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά, πώς μπορεί να δημιουργηθεί μια παραγωγική δομή που θα ενισχύει τις εξαγωγές, διατηρώντας παράλληλα τις ελληνικές ΜμΕ στον εξαγωγικό χάρτη; Μπορούν οι ΜμΕ να γίνουν έμμεσα ανταγωνιστικές ως κομμάτι μιας ευρύτερης παραγωγικής διαδικασίας υποκαθιστώντας κομμάτι των εισαγωγών;
Η απάντηση μπορεί να δοθεί από την ύπαρξη μιας ελληνικής εξαγωγικής αλυσίδας: οι ελληνικές ΜμΕ μπορούν να είναι τροφοδότριες μεγάλων εξαγωγικών επιχειρήσεων, που θα αποτελούν τον «εξαγωγικό κόμβο» για την προώθηση των ελληνικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο.
Για παράδειγμα, μια μεγάλη εγχώρια επιχείρηση εξαγωγών μαρμάρου προμηθεύεται σήμερα πρώτη ύλη και από την Τουρκία, όπου οι πιο χαλαροί περιβαλλοντικοί περιορισμοί καθιστούν το συγκεκριμένο προϊόν πιο ανταγωνιστικό. Αν όμως δοθούν κίνητρα για την υποκατάσταση αυτών των εισαγωγών με μάρμαρο από εγχώρια λατομεία (ΜμΕ), μέσα από μια σταθερή σχέση με τη μεγάλη εξαγωγική επιχείρηση, και ιδιαίτερα την εξειδίκευση και τήρηση ποιοτικών προδιαγραφών που αυτή συνεπάγεται, τα εγχώρια λατομεία θα γίνουν σταδιακά πιο ανταγωνιστικά εξάγοντας το προϊόν τους χωρίς να είναι εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η υποστήριξη της ελληνικής εξαγωγικής αλυσίδας μπορεί να γίνει με τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών συνεργασιών, στις οποίες υποβάλλεται ένα business plan από πολλές εταιρείες και περιλαμβάνει μια παραγωγική αλυσίδα από πολλές ΜμΕ, που είναι ελληνικές ή δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, οι οποίες τροφοδοτούν μια μεγάλη επιχείρηση με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, κατά προτεραιότητα σε μεγάλες αγορές με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα.
Τέτοια σχήματα έχουν μια σειρά από πλεονεκτήματα, τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας:
Το τελικό προϊόν χαρακτηρίζεται από υψηλή ελληνική προστιθέμενη αξία.
Οι ΜμΕ μπορούν να εκμεταλλευθούν έμμεσα τα δίκτυα διανομής και προώθησης της εξαγωγικής επιχείρησης στις διεθνείς αγορές.
Ενισχύονται εσωτερικά οι βελτιώσεις και οι συνέργειες στην παραγωγή και στo μάνατζμεντ της παραγωγικής διαδικασίας μεταξύ των επιχειρήσεων μέσα από τον κοινό τους στόχο. Μπορεί να δοθεί στοχευμένη έμφαση στην καινοτομία και στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, στηρίζοντας έτσι την παραγωγική δομή σε μακροχρόνια βάση.
Εχει επομένως κομβική σημασία για την ελληνική οικονομία να δημιουργήσει τα επόμενα χρόνια μια συμπαγή παραγωγική βάση με ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά, που θα τροφοδοτεί τις διεθνείς αγορές, καθώς και την εγχώρια ζήτηση, βασισμένη σε επιχειρήσεις που θα δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
* Ο κ. Σαράντης Καλυβίτης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Εργαστηρίου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (LINER).
** Η κ. Μαργαρίτα Κατσίμη είναι καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Research Fellow στο ερευνητικό κέντρο CESifo.