Δεν πρέπει να υπάρξει ούτε μία ημέρα χαμένη, για την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς, τονίζει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας κ. Γιώργος Καρανίκας
Δεν πρέπει να υπάρξει ούτε μία ημέρα χαμένη, για την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς, τονίζει ο Πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας κ. Γιώργος Καρανίκας, σε συνέντευξή του στο GRTimes.gr, επισημαίνοντας ότι η μικρομεσαία εμπορική επιχείρηση δοκιμάζεται έντονα λόγω της διπλής κρίσης- υγειονομικής και οικονομικής- με το πλήγμα που δέχεται το Εμπόριο να εντείνεται σαν αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης «άπνοιας» στον τουρισμό.
Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ, οι αντοχές των επιχειρήσεων έχουν ημερομηνία λήξης , όταν από την άλλη πλευρά δεν γνωρίζουμε το χρόνο λήξης της πανδημίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παρέμβει δυναμικά, με νέα μέτρα, ώστε να προλάβει λουκέτα επιχειρήσεων και απώλεια θέσεων εργασίας, που πιθανότατα θα προκύψουν σε ένα επόμενο ισχυρό πανδημικό κύμα το οποίο θα καταφέρει σφοδρό πλήγμα στη ψυχολογία όπως και στο ταμείο επιχειρήσεων και νοικοκυριών .
- Κύριε πρόεδρε, «το εμπόριο νοσεί στις κρίσεις, αλλά ποτέ δεν πεθαίνει», σε ποιο βαθμό ισχύει σήμερα, λόγω της πανδημίας, αυτή η γενική αντίληψη; Πόσο έχει, με πραγματικά στοιχεία ή και εκτιμήσεις της ΕΣΕΕ καμφθεί η εμπορική κίνηση και πότε προβλέπετε αναστροφή του κλίματος;
«Η ανθεκτικότητα του ελληνικού εμπορίου είναι αποδεδειγμένη διαχρονικά και ιδιαίτερα κατά τη δύσκολη περίοδο της δεκαετούς μνημονιακής λιτότητας. Μεγάλο όπλο του είναι η ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης που έχει σφυρηλατηθεί επί δεκαετίες ανάμεσα στον ¨Έλληνα έμπορο, τους εργαζόμενους και τους πελάτες του. Αυτό το ισχυρό «μέταλλο» της εμπορικής επιχείρησης κρατά όρθια την αγορά και στην παρούσα, πρωτόγνωρη οικονομική κρίση που ξέσπασε με την εισβολή της πανδημίας στη χώρα μας τον περασμένο Μάρτιο. Πρέπει ωστόσο να γίνει κατανοητό πως, η ένταση και το εύρος των επιπτώσεων της κρίσης αυτής, οι συνεχείς ανατροπές στο εργασιακό, φορολογικό και επιχειρηματικό νομοθετικό πλαίσιο που τις συνοδεύουν, και η πρωτόγνωρη ταχύτητα στις ανατροπές που όλα αυτά επιφέρουν στον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων και στις καταναλωτικές τάσεις και συνήθειες, δοκιμάζουν για πρώτη φορά τόσο έντονα, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, τις αντοχές των εμπορικών επιχειρήσεων στη χώρα μας. Ο τζίρος των εμπορικών καταστημάτων σε όλη την επικράτεια έχει μειωθεί σημαντικά, λόγω της πτώσης του εισοδήματος σε πολλές κατηγορίες πολιτών, της αποφυγής του συγχρωτισμού στα εμπορικά καταστήματα και της συνεχιζόμενης «άπνοιας» στον τουρισμό. Μετά και τα πενιχρά αποτελέσματα στον εμπορικό τζίρο τις πρώτες εβδομάδες των θερινών εκπτώσεων, μπορούμε να πούμε πως, έως τώρα, επιβεβαιώνονται οι δυσμενέστερες των προβλέψεων για την πορεία του ελληνικού εμπορίου. Και δυστυχώς, με τα σημερινά υγειονομικά και οικονομικά δεδομένα της κρίσης, κανείς δεν μπορεί να οριοθετήσει με βεβαιότητα το χρονικό σημείο αναστροφής του κλίματος, ούτε και τη δυναμική της όποιας ανάκαμψης».
- Σε τι βαθμό κατάφεραν να «αντισταθούν» στην υγειονομική κρίση, «μεγάλοι» και «μικροί» του εμπορίου;
«Είναι πολύ διαφορετικές οι παγίδες και οι αντιξοότητες που όρθωσε η κρίση στα μικρά και μεσαία εμπορικά καταστήματα συγκριτικά με τις μεγάλες λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια του lockdown οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρέθηκαν μπροστά σε απόλυτη καθίζηση των πωλήσεων σε αντίθεση με τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες που μπόρεσαν να αντισταθμίσουν ένα μέρος των απωλειών τους από το φυσικό κατάστημα, αυξάνοντας σημαντικά το μερίδιο πωλήσεων τους μέσω e–commerce. Μετά την επαναλειτουργία των καταστημάτων, οι περισσότεροι μικρομεσαίοι έμποροι απέφυγαν να περικόψουν μισθούς και δεν προσέφυγαν στα νέα «εργαλεία» μείωσης του εργατικού κόστους που έθεσε στη διάθεσή τους το Υπουργείο Εργασίας, για να μην θέσουν σε ακόμη δυσμενέστερη θέση το προσωπικό τους. Με την έναρξη της – ούτως ή άλλως «ψαλιδισμένης» – τουριστικής περιόδου, ο δραματικά μικρότερος αριθμός τουριστών έχει θέσει πραγματικό ζήτημα επιβίωσης για χιλιάδες εποχικές εμπορικές επιχειρήσεις, που είναι απόλυτα εξαρτημένες από το τουριστικό εισόδημα που εισρέει στη χώρα. Αυτή την ώρα, για «μικρούς» και «μεγάλους» στο εμπόριο, το κυρίαρχο πρόβλημα είναι πως, ενώ οι αντοχές των επιχειρήσεων έχουν ημερομηνία λήξης, κανείς δεν γνωρίζει εάν και η πανδημία έχει ημερομηνία λήξης...»
- Tα μέτρα που ως σήμερα έχουν ληφθεί από την Κυβέρνηση και την ΕΕ, έχουν αντίκτυπο στην αγορά και ποιος είναι αυτός;
«Σαφώς, χωρίς τις κυβερνητικές παρεμβάσεις – έστω και με τα λάθη και τις καθυστερήσεις που επισημαίνει ανά περίπτωση η ΕΣΕΕ – η κατάσταση στην αγορά θα ήταν εφιαλτική. Όλοι αναγνωρίζουμε πως η διαχείριση της διπλής κρίσης, απέτρεψε τα χειρότερα σε υγειονομικό επίπεδο και συγκράτησε σε γενικές γραμμές την οικονομία σε καθοδική μεν, αλλά αναστρέψιμη πορεία. Αυτά ίσχυαν όμως για τα δεδομένα από το πρώτο κύμα της πανδημίας, καθώς μάλιστα συντηρούνταν οι ελπίδες για μία κάπως υποφερτή τουριστική σεζόν, οι οποίες όμως πλέον εξανεμίζονται στις επιχειρήσεις και στους πολίτες. Εάν, επιπλέον, βιώσουμε ένα δεύτερο ισχυρό κύμα πανδημίας τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, το πλήγμα στη ψυχολογία και στο ταμείο των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα είναι σφοδρό. Γι’ αυτό θα πρέπει να ληφθούν έγκαιρα νέα μέτρα στήριξης των ΜμΕ, με εθνικά και ευρωπαϊκά κονδύλια. Απαιτούνται αυξημένα αντανακλαστικά από την ελληνική κυβέρνηση και την Κομισιόν που καλούνται να δράσουν ει δυνατόν προληπτικά, για να αποφευχθούν λουκέτα επιχειρήσεων και απολύσεις εργαζομένων».
- Ποιες οι βασικές προτάσεις της ΕΣΕΕ για αποτελεσματικότερη οικονομική διαχείριση της κρίσης;
«Η φράση – κλειδί που συνοψίζει τις προτάσεις της ΕΣΕΕ είναι «ούτε μέρα χαμένη σε μέτρα τόνωσης της ρευστότητας της αγοράς». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, πρώτον με επίσπευση των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης που έχει ήδη εξαγγείλει η κυβέρνηση, δεύτερον με ουσιαστικότερη και δικαιότερη χρηματοδοτική ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και, τρίτον με εμπροσθοβαρή εκταμίευση των σημαντικών πόρων που αναλογούν στη χώρα μας από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Τα χρήματα αυτά μπορούν όχι μόνο να εξασφαλίσουν το παρόν της ελληνικής επιχειρηματικότητας, αλλά και να διαμορφώσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές του μέλλοντος της χώρας. Το φθινόπωρο είναι εξαιρετικά κρίσιμο, καθώς η Ελλάδα πρέπει να παρουσιάσει το εθνικό σχέδιο για την αξιοποίηση τους και η ΕΣΕΕ είναι έτοιμη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της, για την επιτυχή έκβαση αυτής της εθνικής προσπάθειας».
- Ανησυχείτε για τις επιπτώσεις της κρίσης στους απασχολούμενος σε λιανικές αλλά και χονδρεμπορικές επιχειρήσεις;
«Κανείς δεν θα μπορέσει να μείνει αλώβητος εάν η κρίση ξεπεράσει τα όρια των αντοχών μίας επιχείρησης. Όπως προανέφερα όμως, η περικοπή θέσεων εργασίας και μισθών είναι η τελευταία λύση που εξετάζει ο ιδιοκτήτης του μικρού και μεσαίου εμπορικού καταστήματος, ακόμη και όταν τίθεται θέμα οικονομικής επιβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του. Παρόλα αυτά η Πολιτεία πρέπει να προστρέξει με περισσότερο μέτρα στήριξης τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους εργοδότες στο λιανικό και το χονδρικό εμπόριο, προτού η εικόνα της αγοράς καταστεί μη αντιστρέψιμη».
- Tι σκοπεύετε να επιτύχετε με τη συνεργασία με ΓΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ;
«Η ΕΣΕΕ και η ΓΣΕΒΕΕ, οι δύο μεγάλες τριτοβάθμιες εργοδοτικές οργανώσεις των εμπόρων και των επαγγελματοβιοτεχνών, από κοινού με τη ΓΣΕΕ, την τριτοβάθμια οργάνωση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, διαγνώσαμε την ανάγκη να συντονίσουμε τις προσπάθειες μας στην κατεύθυνση διασφάλισης της λειτουργίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της διάσωσης των θέσεων εργασίας σε αυτές, εν τέλει στην προάσπιση της κοινωνικής συνοχής. Σε μία περίοδο που η παγκόσμια οικονομία κλυδωνίζεται και η υγειονομική κρίση δείχνει να ξαναφουντώνει, τη στιγμή που αναμένονται αποφάσεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο οι οποίες θα καθορίσουν τις τύχες της αγοράς και της απασχόλησης για τα επόμενα χρόνια, οι υπεύθυνοι κοινωνικοί εταίροι στην Ελλάδα δείχνουν με αυτό τον τρόπο ότι βρίσκονται σε εγρήγορση και συνεννόηση. Πιστεύουμε πως η προσήλωση στον ειλικρινή διάλογο μπορεί να προστατέψει την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και τους εργαζόμενους από πολλές «κακοτοπιές» που θα βρεθούν μπροστά μας το επόμενο διάστημα».