Η ιεράρχηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική επιχειρηματικότητα λόγω της πανδημίας είναι από μόνη της ένας εξαιρετικά δύσκολος γρίφος.
Η ιεράρχηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική επιχειρηματικότητα λόγω της πανδημίας είναι από μόνη της ένας εξαιρετικά δύσκολος γρίφος. Διότι η ιεράρχηση αναδεικνύει τις προτεραιότητες που θέτει, σε κατάσταση ασφυκτικής πίεσης, η Πολιτεία. Και από τις προτεραιότητες κρίνονται τα πάντα: όχι μόνο η διάσωση χιλιάδων ΜμΕ και θέσεων εργασίας αλλά και η δρομολόγηση του εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού για την «επόμενη μέρα». Σχεδιασμός που, όπως πάντα σε καταστάσεις οριακές όπως η σημερινή, είναι μπροστά σε ένα κρίσιμο δίλημμα: είτε θα εμπεριέχει όλες τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, είτε θα παγιώνει μια αγορά πολλών ταχυτήτων και ανισοτήτων, την οποία είχε προκαλέσει η πολύχρονη λιτότητα και – ύστερα από ένα διάλειμμα λίγων μηνών επιστροφής στην κανονικότητα – επέτεινε η αιφνιδιαστική διπλή υγειονομική και οικονομική κρίση.
Ο πρώτος κίνδυνος που προκαλεί έως τώρα η φρενήρης ταχύτητα των αρνητικών εξελίξεων στην πραγματική οικονομία είναι να πιστέψουν οι κυβερνώντες πως τα μέτρα άμεσης «ανακούφισης», τα οποία αποτρέπουν το λουκέτο μίας μικρομεσαίας επιχείρησης για χρονικό ορίζοντα λίγων μηνών είναι ικανά να διασφαλίσουν την επιβίωσή της στο νέο οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται τα αμέσως επόμενα χρόνια Ακόμη και αν επαληθευθεί το ευνοϊκό σενάριο, ότι δηλαδή από τα μέσα του 2021 η πανδημία θα είναι υπό έλεγχο, οι οικονομολόγοι σε όλο τον κόσμο έχουν εδώ και καιρό εγκαταλείψει τις εκτιμήσεις για άμεση ανάκαμψη. Θεωρούν ότι θα απαιτηθεί ένα διάστημα τουλάχιστον 2 -3 ετών για να επανέλθουν οι αγορές και οι επιχειρήσεις στις επιδόσεις και αποδόσεις του 2019. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα: Στην Ελλάδα πόσες και ποιες είναι άραγε οι επιχειρήσεις που μπορούν να λειτουργήσουν για 2 ή 3 χρόνια με μείωση τζίρου αλλά χωρίς μείωση προσωπικού; Μήπως είναι μόνο αυτές οι λίγες ισχυρές εγχώριες και πολυεθνικές εταιρίες που αύξησαν την κερδοφορία τους στην πανδημία κυρίως λόγω των ηλεκτρονικών πωλήσεων; Το παραδοσιακό, μικρό εμπορικό κατάστημα που δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις ψηφιακές εξελίξεις, πως θα προσελκύσει τον καταναλωτή με το λιγότερο εισόδημα και τις νέες καταναλωτικές συνήθειες;
Η απάντηση «δεν πειράζει, όποιος δεν αντέχει ας κλείσει», την οποία αρκετοί «ειδήμονες» δίνουν με χαρακτηριστική ευκολία στη συγκεκριμένη ερώτηση, είναι ο δεύτερος ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος με τον οποίο ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Είναι επικίνδυνη δηλαδή η άποψη που υποστηρίζει ότι στην κατακρεουργημένη από τα μνημόνια και την πανδημία αγορά, στην οποία οι ΜμΕ, παρόλα τους τα προβλήματα και τις υστερήσεις εισφέρουν το 88% των θέσεων εργασίας και το 56,4% της συνολικής προστιθέμενης αξίας, έχουμε ως χώρα την πολυτέλεια να σχεδιάζουμε το παρόν και το μέλλον της οικονομίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το δομικό και ιστορικό ρόλο των μικρομεσαίων – και δη των εμπορικών – επιχειρήσεων σε αυτήν. Σε αυτή την παγίδα πέφτει δυστυχώς και η Έκθεση Πισσαρίδη, αφού περιορίζεται μόνο σε διαπιστώσεις για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των ΜμΕ στην Ελλάδα, χωρίς να προτείνει λύσεις ή κατευθύνσεις που να εξασφαλίζουν τη συνέχιση της λειτουργίας τους ή έστω τη θεσμοθέτηση κινήτρων για συμπράξεις που θα τις ισχυροποιήσουν.
Ο τρίτος κίνδυνος που ελλοχεύει στην παρούσα συγκυρία είναι ο εφησυχασμός που τείνει να δημιουργήσει σε ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας – αλλά και σε ένα κομμάτι του επιχειρηματικού κόσμου – η υποβόσκουσα αίσθηση ότι από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα εισρεύσει σύντομα στην Ελλάδα ένας «πακτωλός» χρημάτων ικανός να διαγράψει από τη μνήμη μας μεμιάς την οικονομική κρίση και να εξασφαλίσει για όλους προοπτική και ευημερία. Μπορεί να «είναι πολλά τα λεφτά», αλλά ας μην ξεχνάμε πως η χώρα μας θα πρέπει να καταθέσει ένα λεπτομερές πλάνο και να λάβει την έγκριση της Κομισιόν, ενώ έχει μακρά αρνητική παράδοση στην διαχείριση και εκμετάλλευση κοινοτικών κονδυλίων που στο παρελθόν αντί για ανάπτυξη έγιναν «καπνός». Επιπλέον, θα πρέπει να κατευθύνουμε το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων στην πράσινη και τη ψηφιακή οικονομία, τομείς στους οποίους δεν έχουμε υψηλές επιδόσεις.
Φυσικά οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα έθνη και οι κοινωνίες μπορούν υπό προϋποθέσεις να μετουσιώνονται σε ευκαιρίες και οι κίνδυνοι σε δυνατότητες. Σήμερα, πρέπει και μπορούμε να προχωρήσουμε πιο γρήγορα στον ψηφιακό μετασχηματισμό των ΜμΕ. Να βρούμε τους τρόπους που θα ξεφύγει η οικονομία από τη λεγόμενη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού. Αλλά και να συνδέσουμε καλύτερα το τουριστικό προϊόν με τα εμπορικά κέντρα των πόλεων. Δίνοντας ζωή στις τοπικές αγορές θα μπορέσουν και αυτές με τη σειρά τους να αναζωογονήσουν τις τοπικές κοινωνίες.