Παροδικές οι πληθωριστικές πιέσεις, επιμένει η Λαγκάρντ

Η ΕΚΤ επιμένει να θεωρεί παροδικές τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη.

Ενώ η ΕΚΤ επιμένει να θεωρεί παροδικές τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη και να διατηρεί αμετάβλητο το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, η ανησυχία για τις επιλογές των κεντρικών τραπεζών οδηγεί σε υποχώρηση των κρατικών ομολόγων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με συνεπακόλουθη την άνοδο των αποδόσεών τους.

Σε συνέδριο που διοργάνωσε χθες η ΕΚΤ, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ παρέμεινε αμετακίνητη στη θέση που έχει εκφράσει επανειλημμένως, ότι οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη είναι παροδικές και προσέθεσε πως δεν βλέπει τις αυξήσεις των τιμών να διοχετεύονται σε όλο το φάσμα της οικονομίας της Ευρωζώνης. Τόνισε, άλλωστε, ότι «το ζητούμενο είναι να μην αντιδράσουμε υπερβολικά στα διάφορα παροδικά σοκ στο επίπεδο της προσφοράς εφόσον αυτά δεν δείχνουν να επιφέρουν μεσοπρόθεσμες συνέπειες». Υπογράμμισε, επιπλέον, πως η τράπεζα πρέπει να τονώσει με την πολιτική της «τις δυνάμεις της ζήτησης που μπορούν να οδηγήσουν τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2% και να τον διατηρήσουν σε αυτό το επίπεδο».

Την ίδια στιγμή, πάντως, η υποχώρηση των κρατικών ομολόγων αντανακλά την ανησυχία των αγορών για τις επιλογές των κεντρικών τραπεζών όταν ο πληθωρισμός επιταχύνεται και η ανάκαμψη επιβραδύνεται, ενώ επανέρχεται η ανησυχία για τις επιπτώσεις του στελέχους «Δέλτα» του κορωνοϊού.

Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου συνέχισε και χθες την ανοδική πορεία στην οποία μπήκε την περασμένη εβδομάδα και έφτασε στα υψηλότερα επίπεδα που έχει σημειώσει από τον Ιούνιο. Από την αρχή της συνεδρίασης κατέγραψε άνοδο κατά 7,4 μονάδες βάσης στο 1,558%, ενώ η απόδοση του τριακονταετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου εκτινάχθηκε στο 2,092% σημειώνοντας άνοδο κατά 9,7 μ.β. Η εικόνα είναι αντίστοιχη και στις ευρωπαϊκές αγορές ομολόγων με μαζικές πωλήσεις γερμανικών και βρετανικών ομολόγων. Τα γερμανικά δεκαετή, τα γνωστά ως bunds, ακολούθησαν την υποχώρηση των αμερικανικών με τις αποδόσεις τους να καταγράφουν άνοδο 0,04 μ.β. στο -0,189% που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές Ιουλίου. Την ίδια στιγμή, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της Βρετανίας, των γνωστών ως gilts, σημείωναν άνοδο 0,04% μ.β. στην αρχή της συνεδρίασης φτάνοντας στο 1%, ένα επίπεδο που δεν είχαν καταγράψει από την αρχή της πανδημίας και τους μεγάλους κραδασμούς στις αγορές ανά τον κόσμο.
 

Στον αντίποδα της κ. Λαγκάρντ, ο ομόλογός της στην αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα Τζερόμ Πάουελ, που εξέφρασε χθες την εκτίμηση ότι ο πληθωρισμός ίσως να παραμείνει στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα για περισσότερο από όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί. Στην ακρόασή του ενώπιον της τραπεζικής επιτροπής της Γερουσίας, τόνισε πως η ανάπτυξη «εξακολουθεί να ενισχύεται», αλλά προσκρούει στις πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται στα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας και σε άλλους αστάθμητους παράγοντες.

Την περασμένη εβδομάδα και εν μέσω εντεινόμενου προβληματισμό γι’ αυτές τις πληθωριστικές πιέσεις, η Federal Reserve ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει σύντομα να μειώνει σταδιακά τις αγορές ομολόγων. Παράλληλα, προϊδέασε τις αγορές ότι θα προχωρήσει στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου μέσα στο επόμενο έτος. Αναλυτές της αγοράς εκτιμούν πως οι ανακοινώσεις της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας προκάλεσαν την άνοδο των αποδόσεων. Σύμφωνα με τον Τομ Εσάγιε της Sevens Report, το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται τώρα η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς μπορεί να αποδειχθεί πως αποτελεί την κρίσιμη καμπή για τη γενίκευση μιας πορείας ανόδου των αποδόσεων. Την ανησυχία των επενδυτών τροφοδοτεί, πάντως, η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας ειδικά στην Ευρώπη. Μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, ο Τζιμ Ρέιντ, στέλεχος της Deutsche Bank, τονίζει πως «είναι σαφές ότι είχε ήδη ξεκινήσει ένας γύρος ανόδου των τιμών πριν από αυτή τη μίνι ενεργειακή κρίση».

Ο ίδιος διερωτάται, όμως, εκφράζοντας έτσι και τον προβληματισμό της αγοράς, «μήπως αυτή η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας υποδηλώνει ότι η πολιτική των  κεντρικών τραπεζών επιδεινώνει αυτή την κρίση ή μήπως πρόκειται να συμπιέσει τελικά τις τιμές;». Και καταλήγει στην επισήμανση πως η περίοδος που διανύουμε «είναι εξαιρετικά ευαίσθητη και δύσκολη για τις κεντρικές τράπεζες».

Σημειωτέον ότι χθες δόθηκε στη δημοσιότητα ο δείκτης τιμών των κατοικιών της S&P/Case-Shiller που φέρει τις τιμές των κατοικιών να έχουν αυξηθεί τον Ιούλιο κατά 19,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Παράλληλα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης του Conference Board έχει υποχωρήσει στις 109,3 μονάδες απογοητεύοντας τους οικονομολόγους που συμμετείχαν προσφάτως σε δημοσκόπηση του Dow Jones και προέβλεπαν πως θα βρίσκεται στις 114,9 μονάδες. Μια ακόμη πηγή ανησυχίας για τους επενδυτές είναι τα εμπόδια στα οποία ενδέχεται να προσκρούσει το νομοσχέδιο Μπάιντεν για έργα υποδομής ύψους ενός τρισ. δολαρίων.