Η ΓΣΕΒΕΕ με ανακοίνωσή της εκτιμά ότι η νομοθετική μεθόδευση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος για εφαρμογή της διακοψιμότητας που περιλαμβάνει τη διακοπή ή τον πρόσκαιρο περιορισμό της παροχής ενέργειας σε μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες με ευνοϊκά ανταλλάγματα, οδηγεί για ακόμη μια φορά στην ελάφρυνση και εύνοια των μεγάλων επιχειρήσεων και στη συνακόλουθη επιβάρυνση μικρών παραγωγών ενέργειας, οι οποίοι για να αντισταθμίσουν το κόστος δύνανται να το μετακυλίσουν στην κατανάλωση εις βάρος των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, με το άρθρο 17, παράγραφος 11 του νομοσχεδίου με τίτλο «Ρυθμίσεις θεμάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και άλλες διατάξεις» που κατατέθηκε στη Βουλή στις 19/09/2013, προβλέπεται η εισαγωγή της ρύθμισης της λεγόμενης διακοψιμότητας, δηλαδή της δυνατότητας υπογραφής συμβάσεων ηλεκτροδότησης και διαφορετικής τιμολόγησης μεταξύ του διαχειριστή ΑΔΜΗΕ και των μεγάλων βιομηχανιών καταναλωτών υψηλής τάσης στις περιόδους υψηλής ζήτησης ενέργειας.
Η εφαρμογή της διακοψιμότητας ή αλλιώς της Υπηρεσίας Διακοπτόμενου Φορτίου περιλαμβάνει τη διακοπή ή τον πρόσκαιρο περιορισμό της παροχής ενέργειας σε μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες, σε έκτακτες καταστάσεις ή σε περιόδους υψηλής ζήτησης (πχ καλοκαίρι, ευρεία χρήση κλιματιστικών από τουριστικές ή άλλες μονάδες), με αντάλλαγμα χαμηλότερο κόστος για τους συμβαλλόμενους. Η μείωση του κόστους αυτού αντισταθμίζεται μέσω της επιβολής τέλους ασφάλειας εφοδιασμού, το οποίο επιβαρύνει τους παραγωγούς ενέργειας και θα εφαρμόζεται επί των εσόδων των μονάδων παραγωγής.
Η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι η συγκεκριμένη νομοθετική μεθόδευση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος οδηγεί για ακόμη μια φορά στην ελάφρυνση και εύνοια των μεγάλων επιχειρήσεων και στη συνακόλουθη επιβάρυνση μικρών παραγωγών ενέργειας, οι οποίοι για να αντισταθμίσουν το κόστος δύνανται να το μετακυλίσουν στην κατανάλωση εις βάρος των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση επιδρά σωρευτικά σε μια σειρά από τέλη και φόρους ενέργειας που έχουν ήδη επιβληθεί στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) και επηρεάζουν δυσανάλογα τις οικονομικές δυνατότητες των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων και στρεβλώνει καταλυτικά τις συνθήκες ανταγωνισμού, όπως αυτές τείνουν να διαμορφωθούν.
Ερώτημα εγείρεται επίσης, γύρω από την ασάφεια σχετικά με τον προσδιορισμό χρόνου, τρόπου και επιλεξιμότητας πελάτη και προμηθευτή, η οποία θα γίνεται με βάση Υπουργική Απόφαση. Η υφιστάμενη ρύθμιση δεν προδιαγράφει κάποιο αντικειμενικό περίγραμμα επιλογής πελατών και προμηθευτών, ούτε τους όρους συμμετοχής στη ρύθμιση.