Πληρώνουμε ακριβότερα κατά 60,9%!
Πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. πληρώνουν οι Ελληνες τον λογαριασμό ρεύματος και αυτό παρά τις επιδοτήσεις που έφθασαν να καλύπτουν το 85% των αυξήσεων, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι αιτίες των φουσκωμένων λογαριασμών δεν είναι μόνο εισαγόμενες.
Aδιάψευστος μάρτυρας αυτής της πραγματικότητας είναι τα στοιχεία της Eurostat για τον πληθωρισμό της ενέργειας τον μήνα Μάιο, όπου στην Ελλάδα εμφανίζεται σχεδόν διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία, ο ενεργειακός πληθωρισμός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 60,9% σε δωδεκάμηνη βάση έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 39,2%. Μάλιστα, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη υψηλότερη άνοδο μεταξύ των 13 κρατών που έδωσαν στοιχεία για τον Μάιο, μετά την Ολλανδία και το Βέλγιο, χώρες με υψηλή εξάρτηση από το ρωσικό αέριο. Σχεδόν 10 μονάδες κάτω από τον μέσο όρο, στο 28,9%, κινήθηκε ο ενεργειακός πληθωρισμός στη Γαλλία των πυρηνικών, υποχωρώντας μάλιστα σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα κατά σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες (27,1% τον Απρίλιο). Κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου κινήθηκε ο σχετικός δείκτης και στη Γερμανία (37,5%), παρότι ακολούθησε ανοδική πορεία σε σχέση με τον Απρίλιο (34,5%).
Σημαντικές αποκλίσεις εμφανίζει ο πληθωρισμός ενέργειας στην Ελλάδα και με τις χώρες του Νότου με βάση τα διαθέσιμα συγκρίσιμα στοιχεία για τον μήνα Απρίλιο, όπου στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 57,6% έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 37,5%. Στην Πορτογαλία τον ίδιο μήνα ο δείκτης κινήθηκε στο 27,1%, στην Ισπανία στο 33,3% και στη γειτονική Βουλγαρία στο 30%.
Τα στοιχεία αντανακλούν αφενός το γενικότερο πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης και της ακρίβειας των ενεργειακών προϊόντων που είναι συνολικότερο για όλη την Ευρώπη και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης, και αφετέρου τις διαφορές στις δομές των εθνικών ενεργειακών αγορών ηλεκτρισμού, αλλά και υγρών καυσίμων, όπου η Ελλάδα διαχρονικά βρίσκεται στην πρώτη τριάδα των ακριβότερων αγορών. Ερμηνεύουν επίσης σε μεγάλο βαθμό γιατί δεν είναι κοινή η αγωνία των ηγετών των κρατών-μελών για ευρωπαϊκά μέτρα στήριξης.
Η φορολογία
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η δομή της αγοράς ηλεκτρισμού έχει το δικό της μερίδιο στις υψηλές τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές για ρεύμα, ενώ η υψηλή φορολογία σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες φέρεται να ευθύνεται κατά βάση για τις υψηλές τιμές της βενζίνης και του πετρελαίου. Στις βενζίνες έχει τον υψηλότερο μετά την Ολλανδία και την Ιταλία ειδικό φόρο κατανάλωσης (700 ευρώ/χιλιόλιτρο) και στο πετρέλαιο κίνησης (410 ευρώ/χιλιόλιτρο) βρίσκεται κάτω από 14 χώρες με υψηλότερο ΕΦΚ, ενώ και τα δύο προϊόντα επιβαρύνονται με 24% ΦΠΑ.
Σε ό,τι αφορά την αγορά ηλεκτρισμού, η συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής σε ποσοστό 40% είναι η βασικότερη αιτία της μεγάλης απόκλισης της ενεργειακής ακρίβειας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και άλλες χώρες της Ε.Ε. Η τιμή του φυσικού αερίου τον Μάιο ήταν δύο φορές πάνω σε σχέση με πέρυσι την ίδια εποχή και πέντε φορές πάνω από τον Ιανουάριο του 2021.
Το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης δεν επέτρεψε την υποκατάσταση του πανάκριβου φυσικού αερίου με λιγνίτη, σε αντίθεση με χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία που αύξησαν την παραγωγή ανθρακικών μονάδων και πυρηνικών. Επιπλέον οι ΑΠΕ δεν συμμετέχουν στην αγορά, αφού πληρώνονται με εγγυημένες τιμές, με αποτέλεσμα να μην ορίζουν τιμή στο σύστημα, ακόμη και σε ημέρες που η παραγωγή τους κυριαρχεί στο ενεργειακό μείγμα.
Λίγες διασυνδέσεις
Οι περιορισμένες διασυνδέσεις και η στενότητα ισχύος που εμφανίζει το ελληνικό σύστημα αποτελούν δύο καθαρά εγχώριους παράγοντες εξώθησης των τιμών προς τα πάνω, που δεν θα υπήρχαν εάν είχε γίνει ένας μακροχρόνιος και ρεαλιστικός ενεργειακός σχεδιασμός.
Η Ελλάδα είναι, τέλος, η μοναδική αγορά στην Ευρώπη όπου το αυξημένο κόστος στη χονδρεμπορική αγορά περνάει σε ποσοστό σχεδόν 100% στη λιανική, όταν σε άλλες χώρες αυτό περιορίζεται στο 20%-50% διότι λειτουργούν τα μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια που δεν υπόκεινται στις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Πηγή: Καθημερινή