Η ελληνική οικονομία στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό και στις κατασκευές για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας.
* Άρθρο του Λόη Λαμπριανίδη, Οικονομικού Γεωγράφου, Καθηγητή ΠΑΜΑΚ, π. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Το τελευταίο διάστημα υπάρχει μια επικέντρωση της δημόσιας συζήτησης στο ζήτημα των υποκλοπών που αναμφίβολα αποτελεί ένα τεράστιο θέμα για τη λειτουργία της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Με αυτό μου το σημείωμα θα ήθελα να υπενθυμίσω αφενός τα θεμελιώδη ζητήματα που αντιμετωπίζει η χώρα (αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις: οικονομική, ενεργειακή, περιβαλλοντική, αστάθεια διεθνούς περιβάλλοντος)αφετέρου μια μεγάλη ευκαιρία που έχουμε μπροστά μας με τα τεράστια κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ τα οποία θα πρέπει να αξιοποιηθούν με παραγωγικό τρόπο και να μη σπαταληθούν σε «λίστες» έργων που δεν συγκροτούν δομικές παρεμβάσεις.
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό[1] και στις κατασκευές για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας. Αυτό, μεταξύ άλλων, οδήγησε τη χώρα στην «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος[2]». Το κυρίαρχο αναπτυξιακό πρότυπο, ιδίως μεταπολιτευτικά, έριξε την ελληνική οικονομία στα βράχια και υποβάθμισε συνολικά τις συνθήκες ζωής μας -αν και δεν πρέπει να αγνοούμε την εξίσου αποφασιστική επίδραση του διεθνούς παράγοντα (π.χ. μέσω της ελλιπούς αρχιτεκτονικής του ευρώ και της απουσίας αλληλεγγύης εκ μέρους των εταίρων μας στην ΕΕ).
Τα Μνημόνια και οι συνοδευτικές «μεταρρυθμίσεις» οδήγησαν σε εσωτερική υποτίμηση, που υποτίθεται θα οδηγούσε σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας· εν πολλοίς, αυτό δεν συνέβη. Η χώρα τερμάτισε την περίοδο τωνΜνημονίωντο 2018 και, όπως είχε συμφωνηθεί από τότε, βγήκε από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας τον φετινό Αύγουστο. Όμως τα προβλήματα παραμένουν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να λυθούν απλώς με περισσότερα χρήματα από την ΕΕ που θα καταλήγουν στα γνωστά «τζάκια» ή θα διαφεύγουν στο εξωτερικό. Χρειάζεται σχέδιο και τολμηρές πολιτικές, που θα βγάλουν τη χώρα από την προαναφερθείσα «παγίδα».
Δυστυχώς, βρισκόμαστε σε μια περίοδο που απομειώνεται η σημασία της ΕΕ, οικονομικά και γεωπολιτικά, και η παγκόσμια κοινότητα χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη ανισότητα (μεταξύ κρατών αλλά και στο εσωτερικό τους) και κοινωνικές εντάσεις. Η Ευρώπη κινδυνεύει από την κλιματική αλλαγή και την πανδημία, βρίσκεται σε αναταραχή λόγω της σύγκρουσης της «Δύσης» με τη Ρωσία και τη λανθάνουσα κρίση ΗΠΑ-Κίνας. Όλα αυτά οδηγούν σε μια αυξανόμενη αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης, σε διατάραξη των αλυσίδων αξίας, πληθωρισμό, παροδικές ελλείψεις βασικών αγαθών αλλά και συνεχή αύξηση των δαπανών για εξοπλισμούς. Η λογική «businessasusual»που ακολουθεί η κυβέρνηση δεν οδηγεί παρά στον γκρεμό.
Σήμερα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τεράστια δομικά προβλήματα. Οι εγχώριες αλλά και οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις είναι περιορισμένες ποσοτικά, αλλά και ασήμαντες ως προς τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά· έχουμε τεράστιο και αυξανόμενο χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό Διάγραμμα 1), μεγάλα και διαρκώς αυξανόμενα εμπορικά ελλείμματα (Διάγραμμα 2), υψηλά spreads(που θα ήταν ακόμη υψηλότερα χωρίς τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ),πληθωρισμό (ιδίως διαφορικό πληθωρισμό προς την ΕΕ, που υπονομεύει την ανταγωνιστικότητά μας)· το δημογραφικό παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις, υπάρχει σημαντική φυγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (braindrain) κτλ. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται έλλειψη απασχολουμένων σε πολλούς τομείς, από χειρώνακτες (αγρεργάτες, εργάτες οικοδομής κτλ.) έως εξειδικευμένο προσωπικό (πτυχιούχοι ΗΥ, κτλ.), και τούτο παρά την εμμένουσα ανεργία, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί με βάση α) την κακή εσωτερική κατανομή μεταξύ γνωστικών και επαγγελματικών ειδικοτήτων και β) τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς που δρουν αποτρεπτικά στην προσφορά εργασίας. Ταξιδεύοντας έστω για λίγο σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, διαπιστώνει κανείς το χάος που μας χωρίζει πια, όχι μόνο σε όρους οικονομίας αλλά συνολικότερα (οργάνωση της καθημερινότητας πολίτη, του αστικού περιβάλλοντος κτλ.). Γενικότερα μιλώντας, παρ΄ όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία 12-13 χρόνια η χώρα εξακολουθεί να πορεύεται σε ένα μη βιώσιμο μονοπάτι, σε έναν ευρωπαϊκό και διεθνή δρόμο ολοένα και περισσότερο ασταθή και εκτεθειμένο σε διαδοχικές και εντεινόμενες κρίσεις.
Διάγραμμα 1: Ενοποιημένο δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησηςσε εκατ. ευρώ και ως %ΑΕΠ
Διάγραμμα 2: Διαχρονική εξέλιξη των εξαγωγών και των εισαγωγών (αγαθά και υπηρεσίες), 1996-2021 (σε εκατ. ευρώ, σταθερές τιμές)
Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Προέχει να ανοίξει μια τεκμηριωμένη συζήτηση για να κατανοήσει η κοινωνία πού βρισκόμαστε, προς τα πού θέλουμε να πορευτούμε και πώς. Ο μικροπολιτικά καλλιεργούμενος εφησυχασμός συσκοτίζει τα κακώς κείμενα, με συνέπεια την ώρα της αναπόφευκτης κρίσης, αν δεν αλλάξουμε πορεία, τα προβλήματα να αποδειχθούν ενδεχομένως οξύτερα και από όσα αντιμετωπίσαμε τα τελευταία χρόνια. Με αυτό το πνεύμα, θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω σχηματικά την ασκούμενη σήμερα πολιτική, που θεωρώ ότι οδηγεί σε νέα κρίση, αντιπαραβάλλοντάς την με μια εναλλακτική πολιτική που θα μπορούσε να οδηγεί σε ένα άλλο αναπτυξιακό υπόδειγμα.
Η σημερινή κυβέρνηση, παρά τη ρητορική για προσέλκυση επενδύσεων τεχνολογικών κολοσσών στη χώρα, ακολουθεί μια πολιτική «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά.). Θεωρεί ότι έτσι θα επέλθει η πολυπόθητη ανάπτυξη, μέσα από τους αυτοματισμούς μιας αγοράς απαλλαγμένης από «υπερβάλλουσες» ρυθμίσεις, και συνεπώς ότι δεν απαιτούνται μείζονες δομικές μεταβολές του αναπτυξιακού μας υποδείγματος. Δεν κατανοεί τη σημασία του ανθρώπινου δυναμικού ως καθοριστικού παράγοντα για τη βελτίωση των οικονομικο-κοινωνικών συνθηκών της χώρας, καθώς και της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Αυτό που χρειάζεται είναι ένα συγκροτημένο σχέδιο για ένα «αναπτυξιακό άλμα», ή καλύτερα πολλά αναπτυξιακά άλματα, στοχεύονταςστην «οικονομία της γνώσης» με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Απαιτείται η αξιοποίηση νέων τομέων στους οποίους η χώρα ενδέχεται να μπορεί να αναπτύξει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Η στροφή αυτή δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι αφορά κυρίως τον τομέα των πιο προηγμένων υπηρεσιών, καθώς θα πρέπει να στοχεύει πρωτίστως στην επαναβιομηχάνιση, αντιστρέφοντας την αποβιομηχάνιση που υπέστη προ δεκαετιών η χώρα (και εδώ η διαφαινόμενη μετατροπή της παγκοσμιοποίησης σε «περιφερειοποίηση» είναι τεράστια ευκαιρία), αλλά και στην αναβαθμισμένη αξιοποίηση υπαρχόντων πόρων και δεδομένων συγκριτικών πλεονεκτημάτων (π.χ. τουρισμός, αγροτική παραγωγή) μέσω καινοτομιών. Επίσης, πρέπει να προταχθεί η αειφόρος ανάπτυξη, π.χ. με αξιοποίηση των ΑΠΕ, όπως και μια αύξηση της αυτάρκειας σε κρίσιμα προϊόντα (τρόφιμα, φάρμακα, ενέργεια, άμυνα). Χωρίς αυτά τα άλματα, το αναπτυξιακό μας μονοπάτι είναι μη βιώσιμο.
Για να προωθήσουμε τέτοιες πολιτικές, δεν επαρκούν οι αυτοματισμοί των αγορών, ακόμα και με τις συνήθεις μικροδιορθώσεις. Αλλά και οι περίφημες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που επιδιώχθηκαν και που θα διευκόλυναν την αγορά να «κάνει τα μαγικά της», δεν έφεραν αξιόλογα αποτελέσματα. Απαιτείται σχέδιο, που θα προκύψει όχι όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, αλλά μέσα από την εκτεταμένη διαβούλευση κράτους και κοινωνικών εταίρων. Χρειάζονται πολιτικές που θα βοηθήσουν μεσο-βραχυπρόθεσμα τη στροφή προς την οικονομία της γνώσης (π.χ. ενίσχυση της Ε&Α, της καινοτομίας και της επαναβιομηχάνισης).
Η ανταγωνιστικότητα μιας χώρας προσδιορίζεται και από την ικανότητά της να προσελκύει και να συγκρατεί ανθρώπινο δυναμικό υψηλής ποιότητας, το οποίο και αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις αποφάσεις των επιχειρήσεων να εγκατασταθούν σε έναν τόπο και όχι σε κάποιον άλλο. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει τη δημιουργία ανταγωνιστικών, ιδίως βιομηχανικών παραγωγικών δομών, στις οποίες θα βρίσκει απασχόληση αυτό το υψηλής ποιότητας δυναμικό.
Όλες οι αναπτυγμένες χώρες αυξάνουν τους πτυχιούχους τους και παράλληλα ανταγωνίζονται για την προσέλκυση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού από τρίτες χώρες (warfortalents), ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν την αναβάθμιση της παραγωγικής τους δομής με την άσκηση ενεργών βιομηχανικών πολιτικών. Η ελληνική κυβέρνηση, στον αντίποδα της πολιτικής των αναπτυγμένων οικονομιών, δεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού και υποβαθμίζει τα πανεπιστήμια και την έρευνα, δηλαδή έναν βασικό μοχλό για τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.
Παράλληλα, κεντρικός στόχος της είναι η ενίσχυση αποκλειστικά των μεγάλων επιχειρήσεων και η δραστική συρρίκνωση του αριθμού των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Εμμένει στην ολοκληρωτική απόσυρση του κράτους από τον επιχειρηματικό τομέα ακόμη και σε συνθήκες μονοπωλιακές, επιτελεί τα ελεγκτικά/ρυθμιστικά καθήκοντά της πλημμελέστατα αδιαφορώντας ταυτόχρονα για τη ριζική αναβάθμιση της Δημόσιας Διοίκησης, την ώρα που είναι πλέον σαφές ότι χωρίς ικανό κράτος, η ανάπτυξη μοιραία θα βραδυπορεί.
Το ελληνικό κράτος, με την ευρύτερη έννοιά του (κυβέρνηση, Διοίκηση, κόμματα, Βουλή κτλ.), είναι διαχρονικά ανίσχυρο, άγεται και φέρεται από συμφέροντα και αδράνειες χωρίς αναπτυξιακή δυναμική. Έχει αδυναμία στρατηγικής σκέψης, στερείται δυνατοτήτων οργανωμένης πρόσληψης και ανάλυσης της πραγματικότητας. Απουσιάζει διαχρονικά από την κυβερνητική λειτουργία η «συλλογική αναλυτική δυνατότητα» (thinkingcapacity). Υπάρχει έλλειψη σχεδιασμού, συντονισμού, εφαρμογής και αξιολόγησης της πορείας των δημόσιων πολιτικών επί τη βάσει δεδομένων.
Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση επιδιώκει συστηματικά την περαιτέρω αποδυνάμωση του κράτους. Αντί να το στηρίζει, ώστε να αποκτήσει ικανότητα θεσμικής συγκρότησης και μνήμης, αναγκαία στοιχεία κάθε αναπτυξιακής πολιτικής, το αποδυναμώνει εκχωρώντας ατάκτως ακόμα και αυτές τις ελλειμματικές ελεγκτικές και προγραμματικές δραστηριότητές του στην «αγορά», παρά την αποδεδειγμένη αδυναμία της να λειτουργήσει προγραμματικά και μακροπρόθεσμα και εν τέλει να προκαλέσει τις απολύτως αναγκαίες παραγωγικές υπερβάσεις. Οι ιδιωτικοποιήσεις στέρησαν από το κράτος σημαντικά εργαλεία άσκησης πολιτικής.
Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση αναβιώνει αδιαφανείς, πελατειακές/ευνοιοκεντρικές και αντιαναπτυξιακές πολιτικές των περασμένων δεκαετιών και εμμένει στα αποδεδειγμένα πλέον εσφαλμένα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Πρόκειται για μια προσέγγιση ιδεοληπτική, συμβατή με τα συμφέροντα κυρίως μιας περιορισμένης ομάδας ανθρώπων που βασίζεται στη ραντιέρικη οικονομία και απομυζά τους πόρους της χώρας αναστέλλοντας την αναπτυξιακή της δυναμική. Τα συμφέροντα αυτά ικανοποιούνται από τις προσόδους και τις οιονεί προσόδους που απολαμβάνουν, και δεν έχουν κίνητρο για πραγματικά παραγωγικές και καινοτομικές πρακτικές, με ανάληψη ρίσκου.
Όσοι ενδιαφερόμαστε για μια αλλαγή του παρωχημένoυ αναπτυξιακού παραδείγματος, θα πρέπει να δούμε προσεκτικά νέες ιδέες, π.χ. αυτό που ο Rodrik[3] αποκαλεί παραγωγισμό (productivism): ένα πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που έχει τις ρίζες του στην παραγωγή, την εργασία και τον τοπικότητα, αντί για τη χρηματιστική οικονομία, τον καταναλωτισμό και την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, που δίνει έμφαση στην παροχή παραγωγικών οικονομικών ευκαιριών σε όλες τις περιοχές της χώρας και σε όλα τα τμήματα του εργατικού δυναμικού. Σε αντίθεση με τον νεοφιλελευθερισμό, ο παραγωγισμός αποδίδει στις κυβερνήσεις και στην κοινωνία των πολιτών σημαντικό ρόλο στην επίτευξη αυτού του στόχου. Δείχνει λιγότερη πίστη στις αγορές, είναι επιφυλακτικός απέναντι στις μεγάλες εταιρείες και προκρίνει την παραγωγή και τις επενδύσεις έναντι της χρηματιστηριακής οικονομίας καθώς και την αναζωογόνηση των τοπικών κοινοτήτων έναντι της παγκοσμιοποίησης. Τέλος, μας λέει ο παραγωγισμός, και ο άκρατος και οικολογικά καταστρεπτικός επιδεικτικός καταναλωτισμός, των πλουσιότερων ιδίως στρωμάτων πρέπει να περιοριστεί σημαντικά.
Ασφαλώς, ο παραγωγισμός τίθεται εν είδει παραδείγματος. Επειδή, όμως, η αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος είναι μια υπόθεση που αφορά όλη την κοινωνία, μια μακρόσυρτη και μακρόπνοη διαδικασία, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη μιας ευρύτερης συνεννόησης που θα προκύψει ως αποτέλεσμα μια νέας ηγεμονίας ιδεών, οικονομικών και πολιτικο-κοινωνικών δυνάμεων.
Αυτό που μας ανησυχεί δεν είναι τόσο η εξελισσόμενη πολλαπλή κρίση όσο η ανυπαρξία κατάλληλων πολιτικών και η εν γένει αδυναμία του κράτους να συμμετάσχει, μαζί με τις δυνάμεις της αγοράς και της κοινωνίας, σε μια νέα παραγωγική σύνθεση. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία απαιτείται ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική συναίνεση. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία ποιες πολιτικές δυνάμεις θα βρεθούν στο τιμόνι της χώρας σε τέτοιες κρίσιμες περιόδους και πόσο προετοιμασμένες θα είναι. Δυστυχώς, η σημερινή κυβέρνηση απέδειξε την αδυναμία της να αλλάξει τη ρότα του πλοίου μας. Είναι μάλλον, καιρός να αφήσει την θέση της σε νέους καπετάνιους.
[1]Αναμφίβολα μια εξαιρετικά σημαντική δραστηριότητα για την ελληνική οικονομία. Όμως πόσο ακόμη μπορεί να αυξηθεί η τουριστική δραστηριότητα με τη σημερινή της μορφή χωρίς να υπάρξουν προβλήματα (overtourism κ.ά.). Βέβαια, με ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης όπου ο τουρισμός θα συνδεθεί οργανικά με τη βιομηχανία και τη γεωργική παραγωγή και την τοπική οικονομία κτλ. η κατάσταση μπορεί να αλλάξει δραστικά.
[2]Δηλ. δεν είναι ανταγωνιστική ούτε ως προς τις αναπτυγμένες χώρες αλλά ούτε και προς τις λιγότερο αναπτυγμένες.