"Η Ελλάδα πάσχει σοβαρά από χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της"
Χρόνια προβλήματα της ελληνικής οικονομίας εμποδίζουν την αύξηση παραγωγικών επενδύσεων και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, ώστε να κλείσει το ακόμη υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτό τονίζει μεταξύ άλλων έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Θεμάτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις πάγιες διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Η έκθεση παραδέχεται ότι η Ελλάδα έχει κάνει πολλά βήματα στο δημοσιονομικό πεδίο και ειδικότερα της επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, τη μείωση του χρέους και την προώθηση βασικών μεταρρυθμίσεων.
Τονίζει ωστόσο ότι ακόμη η Ελλάδα πάσχει σοβαρά από χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, κυρίως λόγω της μεγάλης υποχώρησης των επενδύσεων κατά τα χρόνια της πολυετούς οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με το Capital.gr, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων από το 34% του ΑΕΠ το 2008 έφτασαν στο 13,4% του ΑΕΠ το 2019 και στο 15% του ΑΕΠ το 2022, παραμένοντας όμως περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον κοινοτικό μέσο όρο. Ένας πολύ βασικός ανασταλτικός παράγοντας νέων επενδύσεων παραμένει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης δανείστηκαν υπερβολικά για να επιβιώσουν, έχοντας σήμερα ένα από τους υψηλότερους δείκτες δανεισμού ως ποσοστό των κερδών τους.
Τονίζεται, παρ’ όλα αυτά, ότι τα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 17,3 δισ. ευρώ που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δίνουν ανάσα στις χορηγήσεις προς τις ελληνικές επιχειρήσεις
Τα βασικά προβλήματα
Οι χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση οφείλονται κατ’ αρχάς στη διάρθρωση της ελληνικής αγορά, η οποία χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών χαμηλής τεχνολογίας, η οποία είναι συνήθως εντάσεως εργασίας, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερες επενδυτικές ανάγκες.
Επιπλέον, ο εταιρικός τομέας κυριαρχείται από πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες φτάνουν το 85% του συνόλου. Οι επιχειρήσεις αυτές, τείνουν να αποστρέφονται τον κίνδυνο και κατά συνέπεια είναι πιο απρόθυμες να αυξήσουν τις δραστηριότητές τους.
Από την πλευρά των τραπεζών, παρά τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, το υπόλοιπο των κόκκινων δανείων, που έφτασαν στο 5,9% στο τέλος του 2023 παραμένει υψηλότερο από τον κοινοτικό μέσο όρο της ΕΕ, όπου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν ξεπερνούν το 1,8% του συνόλου. Επίσης, η εκκαθάριση του υπολοίπου των κόκκινων δανείων γίνεται ακόμη με χαμηλούς ρυθμούς, επιδρώντας αρνητικά στην αύξηση της πιστωτικής επέκτασης.
Τονίζεται ακόμη ότι, και σήμερα, μεγάλος αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων είναι φορτωμένα με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία τις θέτουν εκτός των επιλογών των τραπεζών για νέο δανεισμό.
Μάλιστα, από τα αποτελέσματα ερωτηματολογίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σχετικά με την πρόσβαση των εταιριών σε τραπεζικό δανεισμό, αποδεικνύεται ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες είναι 25% περισσότερες σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.
Οι χαμηλές αποταμιεύσεις και η "σκιώδης" οικονομία
Ακόμη ένας παράγοντας που κρατά τις επιχειρηματικές επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα, είναι και τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Όπως τονίζεται, οι καθαρές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν κατά μέσο όρο -2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-2022, πολύ κάτω από τους μέσους δείκτες που καταγράφηκαν στη ζώνη του ευρώ (3,6%) και στην ΕΕ (2,9%) την ίδια περίοδο.
Τονίζεται, ωστόσο, ότι τα στοιχεία αποταμιεύσεων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ενδέχεται να μην είναι ακριβή, αφού λόγω του μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων, κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να αναφέρουν τις προσωπικές τους αποταμιεύσεις ως αποταμιεύσεις της επιχείρησης τους. Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο η εικόνα των αποταμιεύσεων είναι ασαφής, είναι και το μεγάλο μέγεθος της "σκιώδους οικονομίας", που υπολογίζεται στο 20,9% του ΑΕΠ από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η επίδραση του "μαύρου" χρήματος φαίνεται και από το γεγονός ότι, ενώ οι αποταμιεύσεις βρίσκονται χαμηλά, καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Πηγή: capital.gr