Σημαντική μείωση παρουσιάζουν οι ροές των εξαγωγών μέχρι τις 8/4/2022, καταγράφοντας πτώση κατά 10,9% συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών – Incofruit Hellas.
Παραθέτοντας τα συμπεράσματα από την φετινή Fruit Logistica, στο Βερολίνο, ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων επισημαίνει ότι ο κλάδος των οπωροκηπευτικών για να παραμείνει βιώσιμος πρέπει να μετακυλήσει την αύξηση του κόστους του στην κατανάλωση ή να μειωθεί το κόστος παραγωγής
«Το κόστος παραγωγής, εμπορίου και διακίνησης φρούτων και λαχανικών -ηλεκτρικό ρεύμα, πετρέλαιο, λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά, ξύλο, χαρτόνι ή πλαστικά για συσκευασίες, έχουν εκτοξευθεί τον τελευταίο χρόνο. Επιπλέον, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει τις αυξήσεις του κόστους και έχει ήδη δημιουργήσει μια κατάσταση υπερπροσφοράς με πτώση των τιμών στην κατανάλωση της ΕΕ», επισημαίνει ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Εξαγωγέων κ. Γιώργος Πολυχρονάκης, σημειώνοντας ότι ο τομέας πάσχει από σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας επειδή δεν είναι δυνατή η μεταφορά μέρους της αύξησης στις τιμές των φρούτων και λαχανικών.
Επιπλέον, η κατάσταση, έχει επιδεινωθεί με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία τόσο στην εγχώρια όσο και την ευρωπαϊκή αγορά. «Οι κυρώσεις στην Ρωσία και η ακύρωση του συστήματος πληρωμών Swift αμφισβητεί κάθε συναλλαγή μαζί της», σημειώνει, εξηγώντας ότι από τις αρχές Μαρτίου, παρατηρείται υπερπροσφορά φρούτων και λαχανικών στην Ε.Ε, τα οποία προορίζονταν για τη ρωσική αγορά και που ανακατευθύνθηκαν μαζικά στην Ευρώπη.
Είναι προφανές ότι οι τιμές πώλησης δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην ιστορική αύξηση του κόστους που υπέστη ο κλάδος διαχείρισης και εμπορίας φρούτων και λαχανικών. «Με βάση αυτά τα δεδομένα και τις προοπτικές προτείναμε τη βελτίωση των μέτρων διαχείρισης κρίσεων της αγοράς, ιδίως την απόσυρση του προϊόντος στο πλαίσιο των οργανώσεων παραγωγών οπωροκηπευτικών για την αποσυμφόρηση της προσφοράς στην λιανική πώληση των νωπών οπωροκηπευτικών. Ζητείται επίσης, μείωση του κόστους των λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων αλλά και των υλικών συσκευασίας– τυποποίησης και μεταποίησης, που χρησιμοποιούνται στα οπωροκηπευτικά και αγροκτήματα, καθώς και μείωση του κόστους ενέργειας και νερού άρδευσης αλλά και ενίσχυσης του πετρελαίου κίνησης στα φορτηγά Διεθνών μεταφορών (πολιτική που εφαρμόζουν πολλά κράτη μέλη της ΕΕ όπως για παράδειγμα Βέλγιο, Ισπανία)», σημειώνει ο κ. Γ. Πολυχρονάκης.