Τι το ξεχωριστό συμβαίνει με την Ελλάδα;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η κρίση του ευρώ φαίνεται να έχει τελειώσει. Τα ασφάλιστρα κινδύνου συνεχίζουν να υποχωρούν και δύο χώρες –Ιρλανδία και Πορτογαλία- έχουν ήδη βγει από τα προγράμματα προσαρμογής τους. Μπορούν τώρα να χρηματοδοτηθούν από τις αγορές, και οι οικονομίες τους φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται ξανά.
 

 



Αντιθέτως, η Ελλάδα έχει ακόμη προβλήματα στο να εκπληρώσει τους όρους του προγράμματος προσαρμογής και έχει εμπλακεί σε μια διαδικασία ατελείωτων διαπραγματεύσεων για ένα ακόμη πακέτο χρηματοδότησης. Το πρόβλημα μπορεί να συνοψιστεί σε μια λέξη: εξαγωγές (ή μάλλον, η απουσία αύξησης των εξαγωγών).

Τα νέα από την Ελλάδα αυτές τις ημέρες αφορύν κατά κύριο λόγο την ανακοίνωση ότι η κυβέρνηση πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα για το 2013. Είναι για πρώτη φορά σε διάστημα δεκαετιών, που η ελληνική κυβέρνηση είναι σε θέση να πληρώσει για τις δαπάνες της με τα δικά της έσοδα.

Αυτό είναι πραγματικό ορόσημο. Αλλά ένα άλλο πιο σημαντικό νέο, έχει τύχει πολύ λιγότερες προσοχής: η Ελλάδα εξήγε λιγότερα το 2013 από το 2012.

Η χλιαρή επίδοση, η οποία έρχεται ύστερα από χρόνια μείωσης των μεριδίων της αγοράς, είναι δύσκολο να εξηγηθεί, δεδομένου ότι όλες οι άλλες χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης κατέγραψαν σταθερή αύξηση των εξαγωγών. Για παράδειγμα, οι πορτογαλικές εξαγωγές αυξήθηκαν περί το 5%-6% ετησίως τα τελευταία χρόνια, παρά τις δύσκολες εξωτερικές συνθήκες (η Ισπανία είναι η μεγαλύτερη αγορά της) και μιας πιστωτικής κατάρρευσης, η οποία κατέστησε δύσκολο για τις εξαγωγές να εξασφαλίσει χρηματοδότηση.

Ούτε η χαμηλή ζήτηση από έξω ούτε η έλλειψη χρηματοδότησης, επομένως, μπορεί να είναι ο λόγος για τις φτωχές επιδόσεις της Ελλάδας στις εξαγωγές. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, επίσης, δεν αποτελεί εξήγηση, καθώς το πραγματικό μισθολογικό κόστος έχει υποχωρήσει περισσότερο στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης, με εξαίρεση την Ιρλανδία.

Αλλά θα ήταν παράξενο να καταλήξουμε από την εμπειρία μας σχετικά με την Ελλάδα, ότι ο αποπληθωρισμός των μισθών είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, δεδομένης της ευρέως διαδεδομένης εκτίμησης ότι η Γερμανία επωφελήθηκε από αυτό μαζικά. Επομένως, η μόνη εξήγηση για τις φτωχές εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας πρέπει να είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει παραμείνει τόσο στρεβλωμένη που δεν έχει ανταποκριθεί στα μεταβαλλόμενα μηνύματα των τιμών.

Αυτή η απουσία προσαρμοστικής ικανότητας είναι κρίσιμη. Στην Ιρλανδία, την Ισπανία, ακόμη και στην Πορτογαλία, οι εξαγωγές αυξήθηκαν ισχυρά όταν η εγχώρια οικονομία κατέρρευσε και οι μισθοί προσαρμόστηκαν. Αλλά αυτές οι χώρες ήταν ήδη πιο ευέλικτες και σε κάποιες περιπτώσεις, προχώρησαν σε ισχυρές μεταρρυθμίσεις.

Στην Ελλάδα αντίθετα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από την τρόικα έχουν οδηγήσει σε κάποια πραγματική βελτίωση. Αντιθέτως, πολλοί δείκτες αποδοτικότητας της κυβέρνησης και της αγοράς εργασίας, έχουν επιδεινωθεί.

Ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα δεν εξάγει πολλά είναι άσχετος εδώ. Το ερώτημα δεν είναι ότι οι ελληνικές εξαγωγές είναι χαμηλές, αλλά ότι δεν κατορθώνουν να αυξηθούν, κάτι που θα έπρεπε να είναι δυνατό, ιδιαίτερα από μια χαμηλή βάση. Αρκετά χρόνια πριν, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ήταν αντίστοιχες με αυτές της Πορτογαλίας. Σήμερα, η Πορτογαλία έχει περίπου 20 δισ. ευρώ περισσότερες από την Ελλάδα. Αυτό αντιστοιχεί σε μια απώλεια άνω του 10% της παραγωγής μέχρι τώρα.

Η απουσία ανάπτυξης των εξαγωγών επομένως έχει κάνει την ύφεση στην Ελλάδα μεγαλύτερης διάρκειας και βαθύτερη από ό,τι θα ήταν διαφορετικά. Εάν οι ελληνικές εξαγωγές είχαν αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό όπως αυτός της Πορτογαλίας (ή της Ισπανίας), η ύφεση θα είχε τελειώσει τώρα.

Επιπλέον, η απουσία της αύξησης των εξαγωγών έχει καταστήσει τη δημοσιονομική προσαρμογή πολύ πιο δύσκολη. Οι υψηλότερες εξαγωγές όχι μόνοθα είχαν αποδώσει μεγαλύτερα έσοδα, αλλά θα είχαν πολλαπλές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία, αυξάνοντας επίσης τα έσοδα από την φορολόγηση κατανάλωσης.

Η Ελλάδα τώρα έχει ένα ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ένα μεγάλο επίτευγμα μετά από τα διψήφια ελλείμματα (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) πριν από κάποια χρόνια. Αλλά σε αντίθεση με άλλες οικονομίες στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αυτή η βελτίωση επιτεύχθηκε αποκλειστικά μέσω της συμπίεσης των εισαγωγών.

Αυτό υποδηλώνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα για μια βιώσιμη ανάκαμψη μέχρι να αρχίσουν να αυξάνονται οι εξαγωγές. Συχνά υποστηρίζεται ότι με λιγότερη λιτότητα, η εγχώρια ζήτηση θα ήταν ισχυρότερη. Αυτό θα μπορούσε να είναι αλήθεια, αλλά η ισχυρή εσωτερική ζήτηση θα οδηγούσε σε υψηλότερες εισαγωγές, οι οποίες θα έπρεπε να πληρωνόταν με υψηλότερα έσοδα από τις εξαγωγές, διότι η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να συσσωρεύσει περαιτέρω χρέος. Χωρίς εξαγωγές, δεν υπάρχει ανάπτυξη: η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εξαρτάται αποκλειστικά από αυτή την παράμετρο.

Αυτό που πήγε στραβά στην Ελλάδα δεν ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή. Αντιθέτως, η λιτότητα ήταν ίσως πολύ επιτυχημένη (και επώδυνη). Αλλά ήταν ο λάθος στόχος.

Ο πραγματικά σημαντικός στόχος για κάθε χώρα που ξεκινάει ένα πρόγραμμα προσαρμογής με διψήφιο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, πρέπει να είναι export growth. Το ότι χάθηκε ο στόχος είναι αυτό που διέλυσε την Ελλάδα.

Δυστυχώς, λίγα είναι αυτά που μπορεί να κάνει ο έξω κόσμος για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα εξάγει περισσότερο. Η κυβέρνηση μπορεί να υποχρεωθεί να περάσει διατάγματα και η Βουλή μπορεί να πιεστεί να υιοθετήσει όλη τη μεταρρυθμιστική νομοθεσία που είναι γνωστή στην ανθρωπότητα. Αλλά στο τέλος, αυτό που μετράει είναι το πώς εφαρμόζονται οι μεταρρυθμίσεις και πώς αντιδρά η οικονομία. Ένα πρόγραμμα προσαρμογής αποτυγχάνει ή πετυχαίνει στο εσωτερικό, όχι στις Βρυξέλλες ή στην Ουάσιγκτον.

Του Daniel Gros

ΠΗΓΗ: www.ceps.eu

ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr