Υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις θα γίνεται η ένταξη των επιχειρήσεων στον εξωδικαστικό μηχανισμό για τη ρύθμιση των χρεών τους προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές και εργαζομένους. Μεταξύ αυτών των όρων συγκαταλέγονται:
• Η λειτουργική κερδοφορία και η βιωσιμότητα της επιχείρησης.
• Η ιεράρχηση των οφειλών προς το Δημόσιο που μπορούν να «κουρευτούν» και η εξαίρεση των παρακρατούμενων φόρων.
• Η καταβολή ελάχιστου αντιτίμου, με τη μορφή παραβόλου, ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις κι ενός μεγαλύτερου ποσού για τις μικρομεσαίες. Το ποσό δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες θα είναι συμβολικό για τις μικρές επιχειρήσεις ή τους ελεύθερους επαγγελματίες και μεγαλύτερο για τις υπόλοιπες.
• Χρονικό όριο δημιουργίας των ληξιπρόθεσμων χρεών. Ο χρόνος συζητείται να είναι ο Ιούνιος του 2016, δηλαδή οι ληξιπρόθεσμες οφειλές που θα μπαίνουν στο σύστημα θα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί έως τότε.
• Η συγκεκριμένη χρονική διάρκεια που θα είναι ανοιχτό το ηλεκτρονικό σύστημα για την υποβολή αιτήσεων από ενδιαφερομένους. Με βάση τις συζητήσεις, η ελληνική πλευρά ζητάει το σύστημα να μείνει ανοιχτό για δύο χρόνια, ενώ οι θεσμοί αντιπροτείνουν μικρότερη χρονική διάρκεια, που δεν θα ξεπερνά τον ένα χρόνο.
Το νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό μηχανισμό θα βρεθεί στο επίκεντρο των συζητήσεων με τους θεσμούς από τη Δευτέρα, προκειμένου να κλείσουν όλα τα κρίσιμα θέματα και να οριστικοποιηθεί το περιεχόμενό του. Ενεργό ρόλο στις όλες συζητήσεις θα έχει η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, η οποία επεξεργάζεται τη δική της πρόταση για το εύρος των διαγραφών που μπορεί να κάνει στο πλαίσιο της ρύθμισης των οφειλών μιας επιχείρησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΓΓΔΕ θα συμμετέχει στη ρύθμιση οφειλών, όπως αυτή θα προταθεί στο πλαίσιο της εξωδικαστικής διαδικασίας, «κουρεύοντας» τις απαιτήσεις της με τη σειρά, πρόστιμα, προσαυξήσεις και ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και τη βασική οφειλή από τον φόρο εισοδήματος. Εκτός πιθανού «κουρέματος» τίθενται εξ ορισμού οι οφειλές από παρακρατούμενους φόρους, όπως ο ΦΠΑ και ο ΦΜΥ. Με τη λογική ότι το «κούρεμα» της βασικής οφειλής θα οδηγεί σε μείωση των συντάξιμων χρόνων, απορρίπτεται επίσης από την πλευρά του υπουργείου Εργασίας το «κούρεμα» των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Η λύση θα προβλέπει την αποπληρωμή των οφειλών με βάση τη δυνατότητα της επιχείρησης, δηλαδή των εσόδων. Ο πιστωτές θα ικανοποιούνται με βάση τα ποσοστό που θα έπαιρναν εάν η επιχείρηση οδηγούνταν σε ρευστοποίηση. Η αναλογία αυτή είναι 65% εξασφαλισμένοι πιστωτές (συνήθως τράπεζες), 25% Δημόσιο και εργαζόμενοι και 10% ανεξασφάλιστοι πιστωτές (συνήθως προμηθευτές).
Αναγκαία συνθήκη για να ξεκινήσει η διαδικασία, δηλαδή για να μπορέσει μια επιχείρηση να υποβάλει αίτηση στην ειδική ιστοσελίδα που θα ετοιμάσει η Γενική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους, είναι η βιωσιμότητά της. Αυτή θα ελεγχθεί από έναν ή δύο δείκτες, που θα πιστοποιούν ουσιαστικά τη λειτουργική της κερδοφορία, δηλαδή ότι τα έσοδά της είναι μεγαλύτερα από τα έξοδα, πριν από τον συνυπολογισμό των τόκων, των φόρων και των αποσβέσεων.
Εκτός από τον δείκτη EBITDA, υπάρχουν προτάσεις για την εφαρμογή περισσότερων κριτηρίων, χωρίς ωστόσο αυτό να έχει οριστικοποιηθεί προς το παρόν. Στόχος σε όλες τις περιπτώσεις είναι να αποφευχθεί η υποβολή αιτήσεων από επιχειρήσεις που δεν έχουν τύχη να διασωθούν, μπλοκάροντας το σύστημα, και η έμφαση να δοθεί σε εκείνες που μπορούν μέσα από τη ρύθμιση των χρεών τους να επιβιώσουν. Οι επιχειρήσεις αυτές μετά την υποβολή της αίτησης και αφού είναι λειτουργικά κερδοφόρες (σ.σ. το σύστημα δεν θα επιτρέπει καν την υποβολή αίτησης αν δεν πληρείται η συγκεκριμένη προϋπόθεση), θα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
• Αυτές των οποίων η εξέταση της ρύθμισης θα διεκπεραιώνεται ηλεκτρονικά, οι οποίες θα είναι κατά κανόνα οι μικρές επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και
• Αυτές των οποίων η ρύθμιση θα συναποφασίζεται στο τραπέζι του μεσολαβητή ύστερα από συναντήσεις με όλους τους πιστωτές.
Στην πρώτη περίπτωση, η ηλεκτρονική διεκπεραίωση σημαίνει ότι κάθε πιστωτής θα μπορεί να κάνει τη δική του πρόταση για τη ρύθμιση του χρέους (συνήθως θα είναι αυτός στον οποίο η επιχείρηση χρωστάει περισσότερα). Οι υπόλοιποι πιστωτές θα βλέπουν την πρόταση και θα μπορούν να την απορρίψουν ή να την αποδεχθούν, επίσης με ηλεκτρονικό τρόπο. Εάν την αποδεχθεί το 60% των πιστωτών, η πρόταση θα εγκρίνεται και ο μεσολαβητής θα αναλαμβάνει να την επικυρώσει στο δικαστήριο.
Στη δεύτερη περίπτωση, η διαπραγμάτευση θα γίνεται με τη φυσική παρουσία εκπροσώπων των πιστωτών και υπό την καθοδήγηση του μεσολαβητή. Επειδή κατά κανόνα η διαδικασία αυτή θα αφορά μεγαλύτερες επιχειρήσεις, για τη διαμόρφωση της τελικής πρότασης θα απαιτείται η στοιχειοθέτησή της μέσα από μια μελέτη βιωσιμότητας, που θα αναλαμβάνει να κάνει εξωτερικός σύμβουλος. Και σε αυτή την περίπτωση θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του 60% των πιστωτών, προκειμένου να υλοποιηθεί η συμφωνία.
Πηγή: Η Καθημερινή