Μείωση των σιτηρών παγκοσμίως

Τι σημαίνει αυτό για τη χώρα μας

Έρχονται... ανατιμήσεις στο τραπέζι μας!

Η Ρουμανία σταμάτησε τις εξαγωγές των σιτηρών για να μπορέσει να καλύψει τις δικές της ανάγκες - Τι σημαίνει αυτό για τη χώρα μας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη

«Ντόμινο» ανατιμήσεων στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να προκαλέσει η δραματική μείωση των σιτηρών στη Ρουμανία, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη ξηρασία των τελευταίων 50 ετών, ενώ μειωμένη είναι η παραγωγή των σιτηρών τα τελευταία χρόνια και σε πολλές άλλες περιοχές της Ευρώπης, λόγω, κυρίως, της ξηρασίας.

Στη Ρουμανία, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι επιπτώσεις είναι καταστροφικές για τις καλλιέργειες, που η μία μετά την άλλη αποδίδουν ελάχιστους καρπούς. Το πρόβλημα ξεκίνησε την άνοιξη με το σιτάρι και συνεχίζεται τώρα με το καλαμπόκι και τους ηλίανθους.

«Την περασμένη δεκαετία σημειώθηκε μεγάλη αύξηση στην καλλιέργεια καλαμποκιού παγκοσμίως», υπογραμμίζει ο Αμπντολρέζα Αμπασιάν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας, διακρίνοντας δύο λόγους οι οποίοι οδήγησαν εκεί: «Η παραγωγή καλαμποκιού στις ΗΠΑ στοχεύει πλέον στην παραγωγή βιοκαυσίμων - μια διεύρυνση στην αγορά». Επιπλέον, όπως σημειώνει, οι Κινέζοι τρώνε περισσότερο κρέας, το οποίο οδηγεί κι αυτό στην ανάγκη για αύξηση της παραγωγής των σιτηρών. Η διεύρυνση της παραγωγής καλαμποκιού βέβαια, όπως αναφέρει ο Αμπασιάν, δεν επηρεάζει την παραγωγή σιταριού και συνεπώς την παραγωγή τροφίμων. «Το καλαμπόκι και τα υπόλοιπα σιτηρά καλλιεργούνται σε διαφορετικές περιοχές και διαφορετικές περιόδους», συμπληρώνει.

«Είμαι πάνω από 40 χρόνια αγρότης, αλλά δεν έχω δει ποτέ τέτοια ξηρασία, όπως φέτος. Είναι καταστροφή. Όλοι οι αγρότες είναι σε απόγνωση», δηλώνει o παραγωγός καλαμποκιού Μάριαν Ιονέσκου.

Ένας από τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες της Ευρώπης, η Ρουμανία, απαγόρευσε φέτος τις εξαγωγές σιτηρών, λόγω μειωμένης σοδειάς - γεγονός που αναμένεται να προκαλέσει “ντόμινο” ανατιμήσεων στις ευρωπαϊκές αγορές.

Για τους αγρότες της Ρουμανίας, το πρόβλημα εκτός από την ξηρασία είναι και η έλλειψη υποδομών. Τα αρδευτικά δίκτυα είναι απαρχαιωμένα και, παρά τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, δεν έχουν εκσυγχρονιστεί.

Αξίζει να αναφέρουμε πως, με βάση τα επίσημα στοιχεία, άνω των 2,2 δισ. ευρώ ήταν η αξία των σιτηρών (περισσότερους από 12 εκατομμύρια τόνους) που εξήγαγε η Ρουμανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις τρίτες χώρες το 2018!

Οι εξαγωγές σιτηρών το 2018 ήταν αυξημένες κατά περίπου ένα τόνο έναντι του 2017, ενώ οι κυριότεροι εξαγωγικοί προορισμοί για τη χρονιά εκείνη ήταν η Ισπανία, η Αίγυπτος, η Ιταλία, η Ιορδανία, η Γερμανία και η Λιβύη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat) και από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ρουμανίας, η Ρουμανία κατέλαβε την τρίτη θέση, στο σύνολο των χωρών-μελών της Ε.Ε., στην παραγωγή σιτηρών το 2018.

Αισθητές οι συνέπειες

Οι συνέπειες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνονται ήδη αισθητές από πέρυσι: Οι τιμές παραγωγής άρτου και προϊόντων από παράγωγα σιτηρών, εκείνες οι τιμές δηλαδή που ζητούν οι ίδιοι οι παραγωγοί, σημείωσαν αύξηση ύψους 6,3%. Το 2018 σημειώθηκε λόγω της ξηρασίας μείωση περίπου 6% στη σοδειά των σιτηρών σε σύγκριση με τη σοδειά της προηγούμενης χρονιάς. Μάλιστα πέρυσι, το Διεθνές Συμβούλιο Σιτηρών στο Λονδίνο υποστήριζε ότι οι προμήθειες παγκοσμίως όχι μόνο για το 2019, αλλά και τη φετινή χρονιά, θα σημειώσουν μείωση.

Και πράγματι, πέρα από τις εξελίξεις στη Ρουμανία, προηγήθηκαν οι ανακοινώσεις ότι η κυβέρνηση της Ρωσίας θα επιτρέψει νέες εξαγωγές σιταριού μετά τη συγκομιδή της φετινής σοδειάς, ανακοινώνοντας από τον Απρίλιο πως ήδη εξαντλήθηκαν οι ποσότητες αποθηκευμένου σιταριού που προόριζε για διεθνείς πωλήσεις.

Με το νέο αυτό δεδομένο, καθίσταται σαφές πως πλέον στην αγορά σιταριού διαμορφώνονται ισορροπίες έλλειψης, κάτι που θα ωθήσει σε περαιτέρω ενίσχυση της τιμής του σκληρού πριν την έναρξη των φετινών αλωνιών. Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με εκτιμήσεις ανθρώπων της αγοράς, το ελληνικό σκληρό θα μπει στη νέα εμπορική περίοδο κατά πάσα πιθανότητα με μηδενικά αποθέματα.

Συγκεκριμένα οι εξαγωγές για τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο έφτασαν τους 7 εκατ. τόνους, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σε δήλωσή του το υπουργείο Γεωργίας της χώρας, εξηγώντας πως θα σταματήσουν οι αποστολές σιτηρών μόλις και το τελευταίο φορτίο φύγει από τη Ρωσία.

Να σημειωθεί ότι η Ουκρανία και το Καζακστάν έχουν επίσης περιορίσει τις εξαγωγές σιτηρών τους.

Οι εκτιμήσεις της Κομισιόν

Σύμφωνα με την Κομισιόν, η συνολική παραγωγή σιτηρών στην Ε.Ε. αναμένεται φέτος να φτάσει τα 286,3 εκατ. τόνους.

Στο μαλακό σιτάρι η παραγωγή αναμένεται να κλείσει στα 118 εκατ. τόνους, ήτοι με μείωση 6% σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Σε Γαλλία και Γερμανία, τις δύο δηλαδή κύριες χώρες παραγωγής της Ε.Ε., η μείωση φτάνει το 23% και 5%, αντίστοιχα, από το περασμένο έτος.

Η παραγωγή σκληρού σιταριού στην Ε.Ε., σύμφωνα με την Κομισιόν, εκτιμάται φέτος σε 7,3 εκατ. τόνους (-3% κάτω από πέρσι), γεγονός που οφείλεται, όπως σημειώνει η Κομισιόν, στις χαμηλές αποδόσεις κατά μείον 20% στη Γαλλία, σε σχέση με πέρυσι.

Η συνολική κατανάλωση δημητριακών στην Ε.Ε. εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 0,6% το 2019-20, κυρίως λόγω της μείωσης της κατανάλωσης αλεύρου μαλακού σίτου, σύμφωνα με την Κομισιόν. Αυτό οφείλεται στη μειωμένη ζήτηση από αρτοποιεία και υπηρεσίες τροφίμων, συνεπεία των lockdown για τον κορωνοϊό, που αντισταθμίζονται όμως εν μέρει από την αύξηση της οικιακής κατανάλωσης.

Το ελληνικό ψωμί

Στο μεταξύ, η Ομοσπονδία των αρτοποιών Ελλάδας αναφέρει ότι πάγια πολιτική της ήταν η ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας των προϊόντων που παρασκευάζουν τα μέλη του Συνδέσμου.

Τη χρήση σκληρών αλεύρων υιοθετούν οι περισσότεροι αρτοποιοί της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας στην παρασκευή βαριών παραδοσιακών άρτων, όπως οι ίδιοι συνηθίζουν να λένε. Τα σιτάρια που χρησιμοποιούν προέρχονται κυρίως από την τοπική παραγωγή.

Την ίδια ώρα, να διευκρινίσουμε ότι τα λευκά ψωμιά γίνονται από μαλακά σιτηρά. Η Ελλάδα είναι ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι κατά 622.000 τόνους και πλεονασματική σε σκληρό κατά 1.100.200 τόνους. Όπως ξεκαθαρίζουν οι αρτοποιοί, «εισάγουμε ετησίως πάνω από 1 εκατομμύριο τόνους αξίας αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Κάποιες από αυτές τις εισαγωγές αφορούν σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας! Το ζήτημα της αλυσίδας παραγωγής από τον σπόρο του σιταριού μέχρι και τον φούρνο έχει μεγάλο δρόμο»...

ΠΗΓΗ