Η διατροφική αξία του σολομού

Παραδοσιακό φαγητό της κουζίνας των Σκανδιναβών και των Ρώσων και καπνιστή λιχουδιά για τους Σκωτσέζους, ο σολομός ξεπερνά τα τοπικά σύνορα και κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στα τραπέζια πολλών χωρών ως ένα ιδιαίτερο έδεσμα.

Ο σολομός έχει μεγάλη διατροφική αξία και ευεργετικές ιδιότητες για το δέρμα, το ανοσοποιητικό, την καρδιά και τον εγκέφαλο.

Αποτελεί μία από τις καλύτερες πηγές των πολύτιμων για τον οργανισμό ωμέγα-3 λιπαρών οξέων, τα οποία δημιουργούν μια φυσική ασπίδα προστασίας έναντι των εκφυλιστικών νοσημάτων.

Ο σολομός θεωρείται ιδιαίτερο ψάρι, καθώς ζει και μεγαλώνει στη θάλασσα και αναπαράγεται σε λίμνες και ποτάμια.

Συγκεκριμένα, γεννιέται και αναπτύσσεται σε γλυκό νερό, ωριμάζει σε αλμυρό νερό (το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του) και τέλος γεννά και πεθαίνει πάλι σε νερό λίμνης ή ποταμού (εκεί που γεννήθηκε).

Το μέγεθός του ποικίλει, καθώς ξεκινά από μερικά κιλά και φθάνει ακόμα και τα 55 κιλά, ενώ το κόκκινο-ροζ χρώμα του οφείλεται στη χρωστική ουσία ασταξανθίνη.

Η χημική της δομή είναι παρόμοια με αυτή της βιταμίνης Α και του β-καροτενίου και είναι προϊόν παρασκευής διάφορων ειδών πλαγκτού και άλγεων. 

Πρόκειται για μια ουσία, η οποία μέσω της τροφικής αλυσίδας καταλήγει στο λιπώδη ιστό του σολομού και εφόσον δεν υπόκειται σε αποχρωματισμό, του προσδίδει μόνιμα το κοκκινωπό του χρώμα.



Οφέλη για την υγεία

Ο σολομός αποτελεί φυσική πηγή θρεπτικών ουσιών, ιδιαίτερα πρωτεϊνών, ενώ περιέχει σε σημαντικές ποσότητες, βιταμίνες, μέταλλα, ιχνοστοιχεία και φυσικά τα πολύτιμα και απαραίτητα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα.

Πιο συγκεκριμένα, ο σολομός είναι πλούσιος σε νιασίνη, παντοθενικό οξύ, ριβοφλαβίνη, βιταμίνη D, βιταμίνες της ομάδας Β (κυρίως Β6 και Β12), σελήνιο και φώσφορο.

Είναι φτωχός σε θερμίδες και σε κορεσμένα λιπαρά οξέα, δεν περιέχει καθόλου υδατάνθρακες και αλάτι, θέλει όμως προσοχή από όσους έχουν χοληστερίνη.

Επομένως, είναι μια τροφή με υψηλή θρεπτική αξία, καθώς είναι ιδιαίτερα πλούσια στα «καλά» λιπαρά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως φάρμακο για την ελάττωση της πηκτικότητας του αίματος, της χοληστερόλης (αύξηση της «καλής» HDL χοληστερόλης και μείωση της «κακής» LDL) και της πρόληψης των εγκεφαλικών επεισοδίων και των αρρυθμιών.

Έχουν δηλαδή μια εξαιρετικά θετική επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία, βοηθώντας στη ρύθμιση του διαβήτη τύπου ΙΙ αλλά και της υπέρτασης.

Παράλληλα, συνδράμει στη μείωση των συμπτωμάτων της κατάθλιψης, των προβλημάτων όρασης, της ψωρίασης, της νόσου Alzheimer, των προβλημάτων των αρθρώσεων και της οστεοπόρωσης.

ΠΗΓΗ: onmed.gr