Εμπορία λουλουδιών και παραγωγή ροδέλαιου

Εμπορία λουλουδιών και παραγωγή ροδέλαιου, οι δυο επιλογές πολύ καλής ποιότητας τα φυτά που παράγονται στην Ελλάδα - ξεπερνά τα 300 εκατ. ευρώ ο τζίρος.

Εναλλακτική διέξοδο στη γεωργία μπορεί να αποτελέσει η καλλιέργεια τριαντάφυλλου, που απλώνει τις... ρίζες του σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Πρόκειται για μια καλλιέργεια που αν και δεν επιδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί μια σύγχρονη αγροτική δραστηριότητα με διόλου ευκαταφρόνητες αποδόσεις.

Η ενασχόληση με την καλλιέργεια του τριαντάφυλλου δίνει δύο επιλογές στους επίδοξους καλλιεργητές. Η μία σχετίζεται με την εμπορία λουλουδιών στις ανθαγορές και η άλλη με την παραγωγή ροδέλαιου. Και οι δύο επιλογές εμφανίζουν θετικές προοπτικές με περιθώρια ανάπτυξης ιδίως στην περίπτωση της καλλιέργειας του βιομηχανικού τριαντάφυλλου, από το οποίο παράγεται το ροδέλαιο.

Οι ανθοκομικές καλλιέργειες στη χώρα μας σήμερα καλύπτουν έκταση 13.000 στρέμματα, από τα οποία τα μισά σχεδόν είναι θερμοκήπια. Τα δρεπτά άνθη καταλαμβάνουν έκταση 5.500 στρεμμάτων, τα γλαστρικά 1.200 στρέμματα και τα φυτά κηποτεχνίας περισσότερα από 2.200 στρέμματα.

Στις εκτάσεις αυτές ήρθαν τα τελευταία χρόνια να προστεθούν και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις βιομηχανικού τριαντάφυλλου στο Βόιο Κοζάνης, μια επένδυση που αποτέλεσε διέξοδο για αρκετούς πρώην καπνοπαραγωγούς που πλέον ανήκουν στον συνεταιρισμό αρωματικών φυτών της περιοχής.

Ο ετήσιος τζίρος από την εμπορία των ανθοκομικών προϊόντων στην Ελλάδα ξεπερνά τα 300 εκατ. ευρώ, από τα οποία το 70 % προέρχεται από την ελληνική παραγωγή και το υπόλοιπο 30% από τις εισαγωγές.

Οι εξαγωγές των ελληνικών ανθοκομικών προϊόντων, αν και τελευταία εμφανίζουν μια μικρή αυξητική τάση, είναι γενικά πολύ χαμηλές, αφού η αξία τους αντιστοιχεί μόλις στο 10%-15% της αξίας των εισαγωγών.

Τα ανθοκομικά που εισάγονται είναι κυρίως σπόροι, βολβοί, μοσχεύματα, γλαστρικά και κηποτεχνικά φυτά. Στις μικρές ποσότητες των ανθοκομικών που εξάγονται συγκαταλέγονται το γαρίφαλο, το τριαντάφυλλο και τελευταία η γαρδένια compact. Στα περισσότερα δρεπτά άνθη είμαστε αυτάρκεις, αν και εποχικά εισάγουμε ορισμένα όπως λίλιο, τουλίπα κ.ά.

Η ανθοκομία στην Ελλάδα αναπτύχθηκε στη διάρκεια του μεσοπολέμου σε περιοχές γύρω από την Αθήνα, λόγω του μεγάλου πληθυσμού της, του υψηλού εισοδήματος των καταναλωτών και της εύκολης διακίνησης των ανθέων. Τη δεκαετία του 1970 επεκτάθηκε στην Κρήτη λόγων των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών και μετά το 1980 στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σήμερα η ανθοκομία έχει αναπτυχθεί κυρίως στους Νομούς Αττικής, Ηρακλείου, Θεσσαλονίκης, Λασιθίου, Μαγνησίας, Αργολίδας, Αχαΐας και Αιτωλοακαρνανίας.

Τα τριαντάφυλλα που παράγονται στην Ελλάδα είναι πολύ καλής ποιότητας, ιδιαίτερα αυτά που προέρχονται από υδροπονικές καλλιέργειες. Είναι ευπαθή προϊόντα και η μεταφορά τους σε μακρινές αποστάσεις γίνεται με αεροπλάνα. Στα ελληνικά αεροδρόμια όμως υπάρχει έλλειψη ψυγείων για την αποθήκευση του προϊόντος, αλλά και τα κόμιστρα που ζητούν είναι υψηλά.

Αγορά

Οπως επισημαίνει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος «η εξωτερική αγορά σε γενικές γραμμές θέλει άνθη μικρού μήκους και ποικιλίες άλλων χρωμάτων από αυτές που ζητά η ελληνική αγορά.

Η ποικιλία του βιομηχανικού τριαντάφυλλου που καλλιεργείται στην Κοζάνη είναι ίδια με εκείνη που καλλιεργείται στη Βουλγαρία, την Τουρκία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα. Πρόκειται για τη ρόζα τη δαμασκηνή (Rosa damascena).

Είναι μια ανθεκτική ποικιλία χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερη περιποίηση και πότισμα. Ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές, κυρίως σε υψόμετρα από 600 έως 800 μέτρα. Φυτεύονται περίπου 400-500 τριανταφυλλιές ανά στρέμμα. Αφού φυτευτεί ένα μόσχευμα το φθινόπωρο ή την άνοιξη, θα πρέπει να περάσει ένας χρόνος για να ξεκινήσει η πρώτη ανθοφορία.

Η πλήρης άνθιση επιτυγχάνεται τον τέταρτο χρόνο και διατηρείται μέχρι και τον εικοστό.

Περίπου 22.000 ευρώ τα έσοδα ανά στρέμμα


Αρωμα υψηλών αποδόσεων αναδύει το τριαντάφυλλο, καθώς η καλλιέργεια σε θερμοκήπιο μπορεί να αποδώσει μία ακαθάριστη πρόσοδο περίπου 22.000 ευρώ, υπολογίζοντας ότι παράγονται 11.000 μάτσα το στρέμμα, με μία μέση τιμή 2 ευρώ το μάτσο.

Το τριαντάφυλλο -όπως τονίζει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Κάσσανδρος Γάτσιος- καλλιεργείται σε ελαφρά εδάφη ή μέσης συστάσεως που διακρίνονται για την καλή τους στράγγιση. Δεν αποδίδει καλά σε συνεκτικά εδάφη με μεγάλη περιεκτικότητα σε ασβέστιο και έλλειψη οργανικής ουσίας. Το ρΗ πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 6-7.

Οι άριστες θερμοκρασίες καλλιέργειας της τριανταφυλλιάς είναι οι 21ο-24ο C κατά τη διάρκεια της ημέρας, ανάλογα με το ποσοστό ηλιοφάνειας, ενώ τη νύχτα από 15ο-18ο C.

Οι αυξημένες θερμοκρασίες κατά την καλοκαιρινή περίοδο προκαλούν μείωση της ποιότητας των ανθέων. Με τη μείωση της θερμοκρασίας της περίοδο αυτή βελτιώνεται η ποιότητα των ανθέων.

Επίσης, ο φωτισμός αποτελεί σημαντικό ποιοτικό παράγοντα στην καλλιέργεια των τριαντάφυλλων. Γενικά το καλοκαίρι, με τον έντονο φωτισμό, το χρώμα των ανθέων γίνεται πιο ανοιχτό, ενώ τα στελέχη τους γίνονται με μικρότερο μήκος.

Η τριανταφυλλιά έχει μεγάλες ανάγκες σε υγρασία του περιβάλλοντος, η οποία μετά τη φύτευση πρέπει να είναι 80-90%, ενώ κατά τη διάρκεια της άνθησης 60-70%.

Στα θερμοκήπια, που συνήθως καλλιεργούνται τα τριαντάφυλλα, γίνεται εμπλουτισμός της ατμόσφαιρας με διοξείδιο του άνθρακα, ώστε να ενταθεί η φωτοσύνθεση και να αυξηθεί η παραγωγή αλλά και η ποιότητα των ανθέων.

Για την εγκατάσταση της καλλιέργειας απαιτείται να γίνεται η κατάλληλη λίπανση με τα βασικά ανόργανα στοιχεία, δηλαδή το άζωτο, το φωσφόρο και το κάλιο. Η επίδραση του αζώτου είναι μεγαλύτερη όσον αφορά το φύλλωμα του φυτού, ο φωσφόρος επηρεάζει περισσότερο την ανάπτυξη του ριζικού του συστήματος και το κάλιο το χρώμα και γενικότερα την ποιότητα των ανθέων. Μεγάλη σημασία, επίσης, στη σωστή λίπανση παίζουν και τα ιχνοστοιχεία.

Γίνεται η φύτευση των φυταρίων στο έδαφος, το οποίο έχει βελτιωθεί με την ανάλογη οργανική ουσία και την κατάλληλη λίπανση. Στη συνέχεια λαμβάνεται πρόνοια στην καταπολέμηση των ζιζανίων. Σημαντική εργασία είναι η απομάκρυνση των πλάγιων βλαστών που αναπτύσσονται από τις μασχάλες των φύλλων, επειδή μας ενδιαφέρει η ανάπτυξη του κεντρικού στελέχους.

Η καλύτερη περίοδος για την παραγωγή δρεπτών τριαντάφυλλων στην Ελλάδα είναι η περίοδος από τον Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο.

Οι τριανταφυλλιές κλαδεύονται σύμφωνα με δύο συστήματα κλαδέματος.

    -Το παραδοσιακό κλάδεμα
    -Σύστημα οριζόντιας ανάπτυξης του φυτού και κάθετης παραγωγής.

Στο παραδοσιακό σύστημα, ο στόχος είναι η ανάπτυξη 2-3 βλαστών από τη βάση των φυτών. Αυτό γίνεται με τα κατάλληλα κορυφολογήματα. Γίνονται 2-3 κορυφολογήματα σε μία διάρκεια 5-6 μηνών από το φύτεμα στην άνθηση.

Τα κορυφολογήματα γίνονται για να δημιουργηθούν φυτά με καλή διακλάδωση, άνθη με μεγαλύτερο στέλεχος και να μετατοπιστεί ο χρόνος της συγκομιδής.

Το δεύτερο σύστημα στηρίζεται στο ότι τα μάτια που είναι στη βάση δίνουν πολλά και καλής ποιότητος τριαντάφυλλα. Η τεχνική αυτή στηρίζεται στην κάμψη του κύριου βλαστού με αποτέλεσμα την παραγωγή καλής ποιότητας τριαντάφυλλων.

Ανάλογα με την ποικιλία καθορίζεται το στάδιο της συγκομιδής. Σε γενικές γραμμές, αν το άνθος κοπεί πολύ νωρίς πριν ανοίξει δεν θα ανοίξει καθόλου, ενώ αν κοπεί αργά θα ανοίξει πολύ γρήγορα, πράγμα που αποτελεί μειονέκτημα για την εμπορία του, επειδή δεν μπορεί να μεταφερθεί χωρίς απώλειες. Μετά την αποκοπή των ανθέων πρέπει να τοποθετούνται οι μίσχοι τους σε καθαρό νερό που περιέχει ένα συντηρητικό ώστε να διατηρούνται περισσότερο χρόνο.

Έως και 7.000 ευρώ η τιμή του κιλού - Μεγαλύτερης αξίας από τον χρυσό το ροδέλαιο


Από την καλλιέργεια βιομηχανικού τριαντάφυλλου παράγεται το ροδέλαιο, ένα από τα πιο ακριβά αιθέρια έλαια στον κόσμο, η αξία του οποίου σε βάρος είναι μεγαλύτερη και από τον χρυσό.

Το ροδέλαιο είναι ένα αιθέριο έλαιο που εξάγεται με εκχύλιση ή απόσταξη από τα νωπά άνθη (ρόδα) του φυτού της βιομηχανικής τριανταφυλλιάς. Κάθε λουλούδι συλλέγεται με τα χέρια. Στην καλλιέργεια αυτή καλλιεργούνται 400-500 τριανταφυλλιές το στρέμμα. Τα τριαντάφυλλα διατηρούνται προσεκτικά έως την απόσταξή τους σε ειδικά αποστακτήρια. Το φυτό ανθίζει μία φορά τον χρόνο (Μάιος - Ιούνιος) και η περίοδος ανθοφορίας και συγκομιδής διαρκεί 20-25 ημέρες περίπου.

Η απόσταξη των μπουμπουκιών απαιτεί ειδικό εξοπλισμό. Η απόδοση ναι μεν είναι μικρή, καθώς 3 τόνοι δίνουν μόλις 1 κιλό ροδέλαιο, αλλά η τελική τιμή είναι εξαιρετικά συμφέρουσα, αφού στη χοντρική ο «ρευστός χρυσός», όπως ονομάζουν το ροδέλαιο, πωλείται σε τιμές που κυμαίνονται μεταξύ 5.000-7.000 ευρώ το κιλό, ενώ στη λιανική φτάνει τα 12-13 ευρώ το γραμμάριο και 4-7 ευρώ το γραμμάριο για το ροδόνερο.

Παρά μάλιστα την πολύ υψηλή τιμή του, έχει τη μεγαλύτερη ζήτηση από όλα τα αιθέρια έλαια στην αρωματοποιία. Οι λόγοι για τους οποίους είναι τόσο ακριβό το ροδέλαιο έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι βρίσκεται σε πολύ μικρή περιεκτικότητα στο τριαντάφυλλο και δεν υπάρχει χημικό υποκατάστατο ροδέλαιου στην αγορά.

Απόσταξη

Το ροδέλαιο είναι αιθέριο έλαιο που εξάγεται με εκχύλιση ή απόσταξη από τα νωπά ροδοπέταλα του φυτού «Rosa Damascene». Για πρώτη φορά παρασκευάστηκε αρωματικό νερό ρόδων στις αρχές του 9ου αιώνα στην Περσία από τον Ibn Khaldun, ενώ η Βουλγαρία είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς ροδέλαιου στον κόσμο. Πέραν της Βουλγαρίας, που θεωρείται ότι έχει και την καλύτερη ποιότητα, ροδέλαιο παράγουν και η Τουρκία, το Μαρόκο και η Περσία.

Οι προοπτικές ανάπτυξης της παραγωγής ροδέλαιου είναι μεγάλες, καθώς οι χρήσεις του είναι κι αυτές πολλές. Η ζήτησή του ολοένα και αυξάνεται λόγω κυρίως της χρήσης του ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία των αρωμάτων, καλλυντικών και στην αρτοζαχαροπλαστική και την αρωματοθεραπεία. Είναι επίσης αντικαταθλιπτικό, αφροδισιακό και διεγερτικό πέψης.

Το ροδόνερο χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική για να δώσει ιδιαίτερο άρωμα και γεύση σε πολλά γλυκίσματα. Λόγω της μαλακτικής, στυπτικής, τονωτικής και καταπραϋντικής του δράσης, αποτελεί συστατικό πολλών καλλυντικών, φαρμακευτικών και μη προϊόντων.

Κώστας Νάνος στο ethnos.gr