Αλόη, ιπποφαές, γκότζι μπέρι (Goji berry), μύρτιλλο είναι μερικές μόνο από τις καλλιέργειες, που παλαιότερα θα φάνταζαν "αλαμπουρνέζικα" στον μέσο Έλληνα αγρότη. Σήμερα, που μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού της υπαίθρου και κυρίως νέων παραγωγών, έχει κατανοήσει πως ζητούμενο είναι ο αγρότης να κερδίζει καλύτερες τιμές στην αγορά, χωρίς
να περιμένει την επιδότηση για ν΄ανασάνει, η συζήτηση για νέες καλλιέργειες, είναι κάτι παραπάνω από επίκαιρη. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι νέες καλλιέργειες είναι το μαγικό ραβδάκι που ο παραγωγός νέος ή παλιός θα κερδίσει τρελά κέρδη στην αγορά.
Η ζήτηση ορισμένων "Υπερτροφών", κυρίως φρούτων του δάσους, που έχουν ευεργετικές ιδιότητες για την καλή υγεία και την ευεξία, έχει ξεκινήσει εδώ και λίγα χρόνια να γίνεται μόδα με τα γυμναστήρια αλλά και εξαιτίας των ερευνών για την υγιεινή διατροφή. Τα φρούτα του Δάσους, συνήθως σερβίρονται ως φυσικοί χυμοί, ως κοκτέιλ χυμών σε συνδυασμό με άλλα φρούτα ή σε ταμπλέτες, που κυκλοφορούν και διακινούνται μέσω φαρμακείων, αφού μερικά είναι ιδιαίτερα ξινά και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χυμοί.
Στη χώρα μας τα προϊόντα αυτά κατά κανόνα δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στο ελληνικό τραπέζι. Κερδίζουν όμως συνεχώς έδαφος, σε ό,τι αφορά στις αθλητικές δραστηριότητες και τους λάτρεις της υγιεινής διατροφής.
Η ελληνική Γεωργία έχει μείνει πίσω, διότι δεν έχουν θεσπιστεί ζώνες καλλιέργειας. Οι παραγωγοί δεν έχουν σοδειά όλο το χρόνο, ώστε να δίνουν στις εταιρίες και καλούνται ν΄αντιμετωπίσουν ως μονομάχοι την αγορά και τις διακυμάνσεις της. Τελικά αναγκάζονται να παίξουν ρόλο Δαβίδ εναντίον Γολιάθ.
ΑΛΟΗ: Το κόστος παραγωγής αλόης στην Ελλάδα είναι συνήθως μεγαλύτερο απ΄ότι να έρθει εισαγόμενη. Είναι ελάχιστοι όσοι έχουν παράξει αλόη και τα έχουν καταφέρει Υπάρχει ενδιαφέρον κυρίως από τους παραγωγούς, που έχουν τολμήσει να κάνουν αλόη κυρίως στην Κρήτη, όμως οι μεγαλύτερες ελληνικές εταιρίες φυτικών καλλυντικών, δεν ενδιαφέρονται για το ελληνικό προϊόν. Αν δεν υπάρξει τρόπος διάθεσης από τους ίδιους τους καλλιεργητές, που συνήθως αυτό γίνεται μόνο ως νωπό σκεύασμα προς κατανάλωση, σκούρα τα πράγματα.
ΙΠΠΟΦΑΕΣ: Το Ιπποφαές ή ίππος λαμπερός (από το φως) κατά τον Μέγα Αλέξανδρο έχει μεγαλύτερες δυνατότητες στην Ελλάδα, από άλλες υπερτροφές γιατί έχει καλύτερη προσαρμογή σε κλιματολογικές συνθήκες και σε περιοχές με χαμηλές και σε περιοχές με υψηλότερες θερμοκρασίες. Όμως, κάθε προσπάθεια, όπως μας έλεγε πηγή από την αγορά, αν δεν συστηματοποιηθεί σε συγκεκριμένες ζώνες καλλιέργειας, ώστε να μπορεί η παραγωγή ν΄απορροφηθεί, χωρίς να υπάρχουν μεγάλα κόστη για τις εταιρίες,που τη συλλέγουν. Ειδάλλως θα μείνει μετέωρη, όπως κι οι προηγούμενες προσπάθειες. Στην Ξάνθη καλλιεργούνται 3.000 - 4.000 φυτά ιπποφαές, ενώ έχουν φυτευθεί περίπου 60 στρέμματα στην Κοζάνη από το αγροτικό συνεταιρισμό Πολυδύναμων Φυτών, που έχει έδρα την Αιανή Κοζάνης. Σε πλήρη παραγωγή φτάνει τον 4ο χρόνο από τη φύτευσή του ενώ θεωρείται πολύ σημαντική πηγή βιταμίνης C.
ΓΚΟΤΖΙ ΜΠΕΡΙ: Το γκότζι μπέρι (μούρο της ευτυχίας) θεωρείται επίσης μια από τις νέες καλλιέργειες που μπήκε πρόσφατα στο ελληνικό λεξιλόγιο. Υπάρχει ο συνεταιρισμός που δημιουργήθηκε την περασμένη χρονιά στην Κοζάνη με διακριτικό τίτλο «Ελληνική Γη», που ασχολείται με την καλλιέργειά του. Γνωστό στην Κίνα και το Θιβέτ θεωρείται τοπ στην κινεζική ιατρική λόγω των ευεργετικών ιδιοτήτων του στο συκώτι (ήπαρ) και τους νεφρούς ενώ για πολλούς θεωρείται το μυστικό της μακροζωίας.
Πολυετές φυτό, φυλλοβόλο, φτάνει τα 2,5 ως 4 μέτρα σε αμμώδη κι αργιλώδη εδάφη. Οι Κινέζοι το χρησιμοποιούν ως λαχανικό, για σούπες, το βράζουν ως ρόφημα μαζί με άλλα βότανα ενώ παράγουν απ΄αυτό ακόμη και κρασί. Εχει πολλά θρεπτικά συστατικά και θεωρείται φυσικό βιάγκρα ενώ έχει και αντικαρκινικές ιδιότητες κι ευεργετικές ικανότητες για την καρδιά.
ΜΥΡΤΙΛΟ: Το blueberry είναι ένα είδος μύρτιλλου, που άρχισε να καλλιεργείται στη Δράμα τα τελευταία χρόνια και μάλιστα με θετικά αποτελέσματα, ενώ ήδη υπάρχει ένας μικρός συνεταιρισμός. Η διάρκεια της καλλιέργειας είναι 30 έτη, ενώ η πρώτη συγκομιδή γίνεται από το τρίτο έτος. Η μέση απόδοση καρπών είναι 1.000 κιλά ανά στρέμμα, ενώ το κόστος συγκομιδής καρπών με τα χέρια είναι 700-1.000 ευρώ ανά στρέμμα. Η τιμή πώλησης των καρπών διαμορφώνεται σε 4-5 ευρώ το κιλό, με το κόστος εγκατάστασης ενός στρέμματος δενδρώδους μύρτιλου να υπολογίζεται σε 900-1.000 ευρώ. Το ετήσιο κόστος καλλιέργειας, συντήρησης και συγκομιδής των καρπών ενός στρέμματος μύρτιλου σε πλήρη ανάπτυξη ανέρχεται περίπου σε 1.500 ευρώ στρέμμα. Το μύρτιλο υποφέρει από τη χαλαζόπτωση ενώ σήμερα καλλιεργούνται περίπου 40 στρέμματα στη Δράμα, από τον υπάρχοντα συνεταιρισμό όπου υπάρχει μια υποτυπώδης μεταποίηση με χυμούς, μαρμελάδες, πάστα, φύλλα του φυτού. Τον 3ο χρόνο το blueberry βγάζει παραγωγή ενώ η στρεμματική απόδοση τουλάχιστον στη Δράμα κυμαίνεται από 800 ως 1.500 κιλά. Θεωρείται ακριβή καλλιέργεια, απαιτητική στο χωράφι και θέλει προσπάθεια για τα ζιζάνια και το ξεβοτάνισμα ενώ το τελικό προϊόν πωλείται κατά κύριο λόγο σε βιολογικά καταστήματα. Γίνονται μελέτες από ελληνικές φαρμακευτικές σχολές για περαιτέρω αξιοποίηση του φυτού με τη δημιουργία χαπιού blueberry που θα απευθύνεται κυρίως σε διαβητικούς.
ΡΟΔΙΑ: Η Ροδιά δεν θεωρείται από τις Υπερτροφές θεωρείται όμως από τις νέες καλλιέργειες, με την έννοια ότι δεν είχαμε τη μαζικότητα στην καλλιέργειά της, όπως έχουμε σήμερα. Η μαζική στροφή βέβαια στην καλλιέργεια ροδιάς δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και πολλοί παραγωγοί βρέθηκαν φέτος προ εκπλήξεως με τις πολύ χαμηλές τιμές που επικράτησαν στην εγχώρια αγορά. Στη Βόρεια Ελλάδα καλλιεργούνται περίπου 10.000 στρέμματα ροδιού. Αναμφίβολα από τις πιο επιτυχημένες προσπάθειες έχει γίνει από την Ομάδα Παραγωγών Ροδιού Aγιος Αθανάσιος Δράμας, που αποτελείται από 100 άτομα. Την τρίτη χρονιά αποδίδει 300-500 κιλά ανά στρέμμα, ενώ μετά τον τρίτο χρόνο μπορεί να φτάσει έως 4 τόνους ανά στρέμμα. Η πρώτη ποιότητα του καρπού κυμαίνεται γύρω στο 1 ευρώ το κιλό, ενώ η δεύτερη σε 30-40 λεπτά. Πρόσφατα στη Βοιωτία έγινε βήμα για ανάπτυξης εναλλακτικής βιοκαλλιέργειας ροδιάς σε έκταση 10.000 στρεμμάτων από την Mpimpas Investing Group. Ο ίδιος όμιλος στοχεύει στο μέλλον να επεκταθεί και σε άλλες καλλιέργειες: φραγκόσυκου, ιπποφαούς, αλόης κ.ά.
ΤΡΟΥΦΑ: Η καλλιέργεια τρούφας είναι πολύ περιορισμένη ενώ γίνονται διαρκώς προσπάθειες τόσο για τη μαύρη όσο και για τη λευκή. Παρόλα αυτά χρειάζεται πολλά χρόνια για να υπάρξει παραγωγή. Το κόστος παραγωγής μαύρης τρούφας της διαμορφώνεται σε 1.000 ευρώ το στρέμμα, ενώ η απόδοση ξεκινά μετά τον τέταρτο χρόνο καλλιέργειας με λίγα γραμμάρια προϊόντος. Μετά τα 10-12 χρόνια η παραγωγή διαμορφώνεται σε 3-5 κιλά το στρέμμα. Η τιμή του κιλού της μαύρης τρούφας διαμορφώνεται από 600 έως και 1.500 ευρώ. Αποτελεί επικερδή καλλιέργεια αλλά απαιτητική και δαπανηρή. Η γαστρονομική και θρεπτική της αξία την καθιστούν περιζήτητη σε delicatessen και εστιατόρια ξενοδοχείων πολλών αστέρων.