Σοβαρός ο κίνδυνος για τις καλλιέργειες
Καταστροφικός ιός θέτει σε κίνδυνο την καλλιέργεια ροδάκινων στη Μακεδονία. Σε μόλις τρία χρόνια, από τα σποραδικά πρώτα κρούσματα σε κάποια κτήματα στο χωριό Αμπελιές των Γιαννιτσών, η διασπορά της ασθένειας είναι ραγδαία και πλέον έχει επεκταθεί και σε γειτονικά χωριά, όπως ο Μυλότοπος, το Δαμιανό, το Αχλαδοχώρι, ο Πενταπλάντος, ακόμη και η Λεπτοκαρυά, όπου έχουν εντοπιστεί μολυσμένα περιβόλια.
Σύμφωνα με το Fresher.gr, η γεωμετρική εξάπλωση της ασθένειας έχει σκορπίσει τρόμο στις τάξεις των παραγωγών για τον δυνητικό κίνδυνο που μπορεί να έχει για την καλλιέργεια συνολικά και για τον αντίκτυπο της στην τοπική οικονομία και κοινωνία, καθώς πάνω στο ροδάκινο εκτός από τους αγρότες, έχει επενδύσει και μεταποιητική βιομηχανία παραγωγής κομπόστας.
«Ξεκίνησε το 2021 από ένα κτήμα 10 στρεμμάτων στις Αμπελιές, ένα χρόνο μετά εξαπλώθηκε η ασθένεια σε σχεδόν 200 στρέμματα, πέρυσι ξεπέρασε τα 1.000 στρέμματα και φέτος ίσως και να φτάσει στα 3.000 – 4.000 στρέμματα ροδάκινα. Ήδη βλέπουμε ότι έχουν μολυνθεί πολλά κτήματα και οι ιδιοκτήτες τους σταμάτησαν τις φροντίδες γιατί δεν έχει νόημα. Οι καρποί παραμορφώνονται και δεν είναι εμπορεύσιμοι, ενώ ούτε και ζουμί έχουν για να πάνε έστω για χυμό», περιέγραψε στην Agrenda ο Χρήστος Τσαρτσαράκης, πρόεδρος ομάδας παραγωγών του Α.Σ. Πέλλας, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου διότι «εάν περάσει στον κάμπο, η καταστροφή θα είναι τεράστια».
Ιδιαίτερα προβληματισμένος από την εξέλιξη, δηλώνει και ο γεωπόνος Σάββας Παστόπουλος από το νέο Μυλότοπο Γιαννιτσών. «Φέτος, τα πρώτα συμπτώματα που αρχικά εντοπίσθηκαν καλύπτουν μία έκταση κοντά στα 40 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Η πραγματική αποτύπωση της καταστροφής θα φανεί εντός λίγων ημερών όπου τα οφθαλμοφανή συμπτώματα θα αναγνωριστούν καλύτερα», επισημαίνει ο γεωπόνος και τονίζει πως «είναι τόσο σπάνιο αυτό που συμβαίνει, ώστε και εμείς αναρωτιόμαστε εάν είναι αλήθεια αυτό που βλέπουμε στα κτήματα».
Μυστηριώδης ασθένεια
Ως προς την ταυτότητα του «εισβολέα», ο κ. Παστόπουλος επισημαίνει ότι από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι πρόκειται για κάτι καινούργιο και σημαντικό, με αποτέλεσμα οι αρμόδιες υπηρεσίες της Περιφερειακής ενότητας Πέλλας σε συνεργασία με το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, να προχωρήσουν σε ενδελεχής ελέγχους για την εξακρίβωση του παθογόνου ή των παθογόνων που προκαλούν την ασθένεια.
«Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν έχει αποσαφηνιστεί ποιοι ακριβώς είναι οι Ιοί (σύμπλοκο) ή ενδεχομένως ο μεταλλαγμένος Ιός, που βρίσκονται πίσω από το φαινόμενο», τονίζει ο έμπειρος γεωπόνος και εξηγεί ότι τα συμπτώματα της μυστηριώδους ασθένειας είναι πολλά, αλλά το κύριο και οφθαλμοφανές είναι η παραμόρφωση των καρπών, η οποία είναι ευδιάκριτη από νωρίς μέσα στη χρονιά. Παράλληλα, παρατηρείται οφθαλμόπτωση, ανθόπτωση, δίδυμοι καρποί, σκάσιμο καρπών, ανομοιόμορφη βλάστηση την άνοιξη και βλαστοί χωρίς βλάστηση κυρίως από την μέση προς την κορυφή του βλαστού.
«Από τον τρόπο και την ταχύτητα που εμφανίζονται τα συμπτώματα πιθανολογείται ότι η μεταφορά γίνεται με την γύρη ή/και μολυσμένα έντομα», σημειώνει ο κ. Παστόπουλος και διευκρινίζει ότι «μέχρι στιγμή φαίνεται ότι επηρεάζονται κυρίως οι βιομηχανικές ποικιλίες Άνδρος και Α37 εξ’ ολοκλήρου, ενώ σοβαρά προβλήματα εμφανίζουν και οι ποικιλίες Φερκλουζ, Έβερτς και Κατερίνα. Όσα επιτραπέζια ροδάκινα είναι στην προσβεβλημένη περιοχή φαίνεται ότι είναι ευαίσθητα στην ασθένεια της παραμόρφωσης (Royal gloria, royal lee)».
Αν τελικά αποδειχθεί ότι το αίτιο είναι ιολογικό, οι συνομιλητές μας λένε ότι θα μιλάμε για μία ασύλληπτων διαστάσεων καταστροφή για την ελληνική ροδακινοκαλλιέργεια. «Θα ταρακουνηθεί το τοπικό ΑΕΠ. Σκεφτείτε ότι στην περιοχή μας υπάρχουν γύρω στις 10 βιομηχανίες που μεταποιούν ροδάκινα και απασχολούν η κάθε μια από εκατοντάδες άτομα προσωπικό. Χώρια τη ζημιά που θα υποστούν οι αγρότες», σημειώνει ο κ. Παστόπουλος και προσθέτει πως «δυστυχώς βλέπω ότι δεν έχουν κατανοήσει ακόμη όλοι τον κίνδυνο που ελλοχεύει».
Ο ίδιος τονίζει ότι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, τώρα που δεν είναι ακόμη αργά, θα πρέπει το Μπενάκειο να αποφανθεί πως δεν είναι θεραπεύσιμη η ασθένεια και μέχρι να βρεθούν ποικιλίες που να είναι ανθεκτικές στο μόλυσμα και να τις θέλει η αγορά, να δοθεί μια ετήσια αποζημίωση στους πληγέντες και μετά να ξεκινήσει και ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης».