Υπό την προεδρία του Γραμματέα της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας κ. Λευτέρη Αυγενάκη, πραγματοποιήθηκε σήμερα, Τρίτη 28 Φεβρουαρίου, σύσκεψη στα κεντρικά γραφεία του Κόμματος, με αντικείμενο ζητήματα που απασχολούν τον αγροτικό κόσμο, ανάμεσα στα οποία και το θέμα της φέτας, μετά την Εμπορική Συμφωνία Ε.Ε. – Καναδά (CETA).
Στη σύσκεψη συμμετείχαν η Τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, βουλευτής Σερρών, κυρία Φωτεινή Αραμπατζή, ο αναπληρωτής Τομεάρχης, βουλευτής Άρτας, κ. Γιώργος Στύλιος, ο αναπληρωτής Τομεάρχης, βουλευτής Φλώρινας, κ. Γιάννης Αντωνιάδης, βουλευτές αγροτικών περιοχών και στελέχη της Γραμματείας Αγροτικού της Νέας Δημοκρατίας.
Επισημαίνεται σχετικά ότι:
Είναι γεγονός ότι, με τη συμφωνία Ε.Ε. – Καναδά, δεν επετεύχθη πλήρως η προστασία της φέτας. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στους χειρισμούς της Κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου και στη διαπραγμάτευσή τους τα δύο τελευταία χρόνια. Υπενθυμίζεται ότι, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες, ο Υπουργός Ευρωπαϊκών Θεμάτων κ. Γ. Κατρούγκαλος επιχειρηματολόγησε υπέρ της υπερψήφισης της συμφωνίας ενώπιον όλων των ευρωβουλευτών. Και στη συνέχεια, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δια του αρμοδίου τότε Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, κ. Γιώργου Σταθάκη, υπερψήφισε τη συμφωνία στο Συμβούλιο Υπουργών (απαραίτητη προϋπόθεση για να έρθει προς ψήφιση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Όταν, όμως, η συμφωνία πήγε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατεψήφισαν. Όχι για τη φέτα, αλλά για τα εργασιακά θέματα.
Παρά τις όποιες αδυναμίες της συμφωνίας, σε καμία περίπτωση, δεν γίνεται να διαγραφούν τα ευρύτερα ευεργετήματα από την κύρωσή της. Και σε αυτό το θετικό ισοζύγιο στηρίχτηκε η υπερψήφισή της από τους ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας.
Υπογραμμίζεται ότι, με τη συγκεκριμένη συμφωνία, εκλείπουν οι δασμοί 8% - 12% για μία σειρά ελληνικών αγροτικών - και όχι μόνο - προϊόντων. Παράδειγμα, τα ροδάκινα, το ελαιόλαδο, τα τυριά, οι γούνες, τα τυποποιημένα ελληνικά προϊόντα κ.λπ. Άρα, τα προϊόντα μας αυτά γίνονται ανταγωνιστικότερα στον Καναδά, σε μία προηγμένη δηλαδή αγορά 30.000.000 κατοίκων.
Για τους παραγωγούς - στην πλειοψηφία τους Έλληνες - που ήδη δραστηριοποιούνται στην καναδική αγορά, η CETA προβλέπει ότι, προς το παρόν, μπορούν να χρησιμοποιούν τη λέξη “φέτα“, συνοδευόμενη, υποχρεωτικά από τη φράση “Made in Canada” και, βεβαίως, χωρίς ελληνικά σύμβολα.
Προβλέπει, επίσης, ότι από εδώ και στο εξής, κανένας νέος παραγωγός δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη “φέτα”, παρά μόνο εάν διατυπώσει συγκεκριμένα ότι πρόκειται για “τυρί τύπου φέτας” Made in Canada.
Επιπλέον, η ελληνική φέτα παραμένει απολύτως προστατευμένη στην Ευρώπη, ενώ οι ελληνικές εταιρείες που παράγουν γνήσια φέτα θα μπορούν να κάνουν εξαγωγές στον Καναδά (και χωρίς δασμούς εισαγωγής)..
Δηλαδή, το “τυρί τύπου φέτα” του Καναδά δεν μπορεί να εξαχθεί στην Ευρώπη.
Υπογραμμίζεται ότι η Ελλάδα παράγει ετησίως 120.000 τόνους φέτας. Η εσωτερική ζήτηση είναι 80.000 τόνοι. Οι ανάγκες της Ευρώπης μπορούν να φτάσουν τους 500.000 τόνους ενώ οι ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς προσεγγίζουν τους 1.000.000 τόνους ετησίως. Άρα, μπορούμε να αυξήσουμε την παραγωγή μας, να διαφημίσουμε το γνήσιο προϊόν φέτα και να το πουλήσουμε με ευκολία γιατί η ζήτησή του, στη Ευρώπη μόνο, είναι πενταπλάσια της σημερινής μας παραγωγής.
Σε κάθε περίπτωση η CETA φέρνει την προστασία της φέτας σε σαφώς καλύτερο επίπεδο από αυτό που ήταν πριν. Το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε η πλήρης προστασία της φέτας οφείλεται αποκλειστικά στους χειρισμούς της Κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.