Σε απόλυτη οικονομική ασφυξία οδηγούνται οι οικονομολόγοι ελεύθεροι επαγγελματίες, με τον κεφαλικό φόρο, που επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση, μέσω της κατακόρυφης αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, σύμφωνα με στοιχεία του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Μελετώντας περιπτώσεις από όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια, είναι προφανές ότι - αν συνυπολογιστεί ο φορολογικός συντελεστής επί των εσόδων, το τέλος επιτηδεύματος, η ετήσια εισφορά αλληλεγγύης και η προκαταβολή φόρου - το τελικό καθαρό ποσό, που μένει, είναι μόλις το 30%. Δηλαδή, για κάθε 10 ευρώ, που βγάζει ένας οικονομολόγος ελεύθερος επαγγελματίας, πληρώνει τα 7 σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές!
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του Οικονομικού Επιμελητηριου, είναι προφανές πως ούτε στα χαμηλά εισοδήματα υπάρχει τελικά όφελος, με το ποσοστό να υποχωρεί κάτω από το 30%.
Το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος έχει από την πρώτη στιγμή αντιδράσει, με επιστολές του Προέδρου του, Κωνσταντίνου Κόλλια, στους αρμόδιους υπουργούς και τους αρχηγούς των κομμάτων, καλώντας τους να αποσύρουν τη συγκεκριμένη διάταξη, με συγκεκριμένες προτάσεις, που δε θα εξοντώνουν τους οικονομολόγους και τους ελεύθερους επαγγελματίες συνολικά.
Αυτές είναι:
•Ένας μεικτός τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών, που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τα χρόνια ασφάλισης (όπως ισχύει σήμερα), ούτε μόνο το εισόδημα τους (όπως καταγράφεται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο από την Κυβέρνηση), αλλά και τις δυο αυτές παραμέτρους.
•Να διατηρηθεί το ταμείο των ελεύθερων επαγγελματιών, με στόχο στο ασφαλιστικό σύστημα να λειτουργούν τρία ταμεία, που θα περιλαμβάνουν επίσης αυτό των μισθωτών και των αγροτών.
•Το σύνολο των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, που καταβάλλουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, δε θα πρέπει να ξεπερνά ένα συγκεκριμένο ποσοστό του καθαρού εισοδήματός τους (50% στα υψηλά εισοδήματα και σημαντικά χαμηλότερο όσο μειώνεται το εισόδημα), το οποίο διασφαλίζει την αποπληρωμή και των υπόλοιπων υποχρεώσεών τους (π.χ. δάνεια), τη βιωσιμότητα της δραστηριότητάς τους, και την κάλυψη τουλάχιστον του ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης.
•Την απαλλαγή, για τα τρία πρώτα χρόνια της δραστηριότητάς τους, των νέων ασφαλισμένων από την καταβολή εισφορών τουλάχιστον για τον κλάδο σύνταξης.