Με την έναρξη εφαρμογής της συνθήκης της Λισαβόνας από το 2009 η ΕΕ έχει αρμοδιότητα σύναψης διεθνών εμπορικών συμφωνιών. Μετά την κατάρρευση των διεθνών πολυμερών συνομιλιών του γύρου της Ντόχα το 2011, που γίνονταν στα πλαίσια του ΠΟΕ, η ΕΕ στράφηκε σε διαπραγματεύσεις για σύναψη διμερών εμπορικών συμφωνιών με τον Καναδά, ΗΠΑ, Κίνα, Αυστραλία, χώρες της Ν. Αφρικής και Λατινικής Αμερικής, Ν. Ζηλανδίας, Ιαπωνίας, Βιετνάμ, Ταϊλάνδης, Τουρκίας, Μεξικού, Φιλιππίνες και Ινδονησία.
Σε ότι αφορά την Φέτα σε όλες τις παραπάνω χώρες κυριαρχεί η εμπορία λευκών τυριών ψεύτικων απομιμήσεων "φέτας" προερχόμενων κυρίως από αγελαδινό γάλα
Για παράδειγμα στον Καναδά διακινούνται από 5 πολυεθνικές εταιρείες 4000 τόνοι λευκών τυριών τύπου φέτας ανταγωνιζόμενες τις εισαγωγές από Ελλάδα 1000 τόνων τυροκομικών προιόντων.
Αντίστοιχο αθέμιτο ανταγωνισμό δέχονταν και τα κυριότερα στην ΕΕ μαζί με την Φέτα ΠΟΠ τυριά της Ιταλικής παρμεζάνας και του Γαλλικού ροκφόρ.
Με την συμφωνία CETA (ΕΕ-Καναδά) κατοχυρώνονται πλήρως η παρμεζάνα και το ροκφόρ απαγορεύοντας στις Πολυεθνικές να διακινούν στον Καναδά απομιμήσεις τυριών τους, ενώ δεν κατοχυρώνεται η Φέτα
Γενικότερα για τις διατλαντικές συμφωνίες, το γεγονός και μόνο ότι οι συζητήσεις που τις αφορούν είναι υποχρεωτικά μυστικές, δημιουργεί μεγάλες υποψίες – ενώ ειδικά για την CETA όλοι γνωρίζουν πως αποτελεί μία κρυφή παγίδα, η οποία προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματα στις Η.Π.Α., χωρίς κανένα μειονέκτημα.
Με απλά λόγια, επειδή σχεδόν όλες οι αμερικανικές πολυεθνικές έχουν κάποια θυγατρική στον Καναδά ή μπορούν να ιδρύσουν όταν το κρίνουν σκόπιμο, τότε θα δύνανται να απολαμβάνουν όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα που θα τους προσφέρει η CETA στην Ευρώπη – καταθέτοντας αγωγές εναντίον κρατών, δήμων και πόλεων, όταν θεωρούν πως οι αποφάσεις τους τις ζημιώνουν.
Για παράδειγμα, όταν μία εταιρεία όπως η Monsanto δεν μπορεί να προωθήσει την έγκριση ενός γενετικά μεταλλαγμένου προϊόντος της στην Ευρώπη, ή μία άλλη όπως η Kellogg δεν επιτρέπεται να πουλήσει τα δημητριακά της από γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι, τότε θα μπορεί να ζητήσει την υποχρεωτική έγκριση του προϊόντος ή την αποζημίωση της (διαφυγόντα κέρδη) από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, μέσω της θυγατρικής του Καναδά – απευθυνόμενη σε κάποιο ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο, το οποίο τελικά θα αποφασίσει.
Αντίθετα, η CETA δεν επιτρέπει κάτι αντίστοιχο στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, όσον αφορά τις Η.Π.Α. – οπότε εύλογα οι αμερικανοί δεν πιέζουν για την υπογραφή της ΤΤΙΡ συμβιβαζόμενοι με τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων, αφού η CETA τους είναι πολύ πιο ωφέλιμη. Ακόμη χειρότερα, τα ιδιωτικά δικαστήρια των επενδυτών θα μπορούσαν να αποφασίσουν πως οι αμερικανικές απόψεις υπερισχύουν των ευρωπαϊκών και καναδικών – ενώ, στις περιπτώσεις που θα υπάρχει σύγκρουση, θα έχουν τη δυνατότητα να επικαλεσθούν τους περιοριστικούς κανόνες της ΤΤΙΡ, παρά το ότι δεν θα έχει υπογραφεί η συμφωνία. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:
«Με τις συμφωνίες TTIP και CETA, οι μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις του πλανήτη και τα λόμπι τους, αποκτούν άνευ προηγουμένου εξουσίες – αφού θα μπορούν να επηρεάζουν και να αλλάζουν τη νομοθεσία προς όφελός τους ή να μηνύουν σε ιδιωτικά δικαστήρια τις κυβερνήσεις που δεν συμμορφώνονται.
Σε αυτό το πλαίσιο, καμία χώρα δεν θα έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί επενδύσεις ή προϊόντα μιας εταιρείας, ακόμα και αν αυτά ενέχουν κινδύνους για την υγεία των πολιτών, το περιβάλλον ή τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η καλλιέργεια μεταλλαγμένων, την οποία η Ελλάδα μέχρι στιγμής απαγορεύει, αλλά υπό το καθεστώς της TTIP και της CETA θα αναγκαστεί να δεχτεί» .
Από τα παραπάνω, καθώς επίσης από τα άρθρα που έχουμε συμπεριλάβει σε συνδέσμους (Link), μπορεί κανείς να καταλάβει τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι συμφωνίες – ενώ η επικύρωση της CETA από το Ευρωκοινοβούλιο σημαίνει απλά ότι, τα λόμπι των πολυεθνικών που ως συνήθως χρηματίζουν τους πάντες, έχουν κάνει σωστά τη δουλειά τους, για την οποία άλλωστε πληρώνονται αδρά.
Ειδικά όσον αφορά τώρα τη ΦΕΤΑ, ασφαλώς δεν προστατεύθηκε, μεταξύ άλλων επειδή επετράπη ο χαρακτηρισμός «τύπου φέτα» – ενώ όλοι κατανοούν πως οι καταναλωτές ανά τον κόσμο σπάνια προσέχουν τη διαφορά, ενώ συχνά προτιμούν τις φθηνότερες απομιμήσεις. Λογικά δε πιστεύεται πως οι έλληνες ευρωβουλευτές που ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας, την έχουν διαβάσει, όσο είχαν διαβάσει τα μνημόνια που κατέστρεψαν κυριολεκτικά την πατρίδα μας.
Περαιτέρω ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο η «φέτα» στον Καναδά παράγεται κυρίως από Έλληνες που διαμένουν εκεί, δεν ισχύει – αφού ο μεγαλύτερος παρασκευαστής (63% της συνολικής παραγωγής), είναι Καναδός που κατάγεται από τα Σκόπια. Όσον αφορά τις δηλώσεις του Ιρλανδού επιτρόπου, σύμφωνα με τις οποίες «θα καταβληθεί προσπάθεια να προστατευθεί η φέτα μετά το πέρας της 5ετίας», τεκμηριώνουν προφανώς πως δεν προστατεύεται – αφού διαφορετικά δεν θα υπήρχε λόγος να γίνει αργότερα προσπάθεια.
Από την άλλη πλευρά η τρίτη μεγαλύτερη γαλακτοβιομηχανία στον πλανήτη, η ARLA της Δανίας, έχει εργοστάσια στον Καναδά, όπως επίσης πολλές άλλες (Unilever, Kraft κλπ), τα οποία παρασκευάζουν «φέτα» πριν το 2013 – γεγονός που σημαίνει ότι η απαγόρευση να πωλείται από νέες εταιρείες που θα έχουν ιδρυθεί μετά το 2013 δεν τις αγγίζει καθόλου.
Οι εταιρείες αυτές είχαν προσφύγει στον ΠΟΕ εναντίον της φέτας, έχοντας τότε αποτύχει – κάτι που αλλάζει πλέον, αφού μέσω της CETA θα μπορούν να πουλούν τα τυριά τους από αγελαδινό γάλα «τύπου φέτας», πολύ χαμηλότερου κόστους από την ελληνική φέτα πρόβειου γάλακτος, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μία επόμενη εταιρεία γαλακτοκομικών που περίμενε την υπογραφή της συμφωνίας για να επεκταθεί στο χώρο της φέτας είναι η καναδική SAPURO, με 120 εργοστάσια ανά τον κόσμο – ενώ φυσικά προστατεύθηκαν τα αντίστοιχα σημαντικά ιταλικά (παρμεζάνα) και γαλλικά (ροκφόρ) τυριά.
Ολοκληρώνοντας, ο ίδιος ευρωβουλευτής της ΝΔ που τάχθηκε υπέρ της CETA, ο κ Κεφαλογιάννης, παραδέχθηκε πως «στη συμφωνία ΕΕ-Καναδά δεν επετεύχθη πλήρως η προστασία της φέτας» (πηγή), κατηγορώντας την κυβέρνηση ως υπεύθυνη – κάτι που μοιάζει προφανώς με το γνωστό «λίγο έγκυος».
Το πλέον εξοργιστικό είναι όμως το ότι αμύνθηκε της ψήφου του λέγοντας πως η Ελλάδα παράγει ετησίως μόνο 120.000 τόνους, έχοντας εσωτερική ζήτηση 80.000 τόνους – οπότε μπορεί να εξάγει μόλις 40.000 τόνους, όταν οι ανάγκες της Ευρώπης μπορούν να φτάσουν στους 500.000 τόνους (ενώ της παγκόσμιας αγοράς, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας μπορούν πλέον να εφοδιάζουν οι Καναδοί, καθώς επίσης οι Δανοί, οι Γερμανοί, οι Βρετανοί κοκ. μέσω των καναδικών εργοστασίων τους, προσεγγίζουν ήδη το 1.000.000 τόνους).
Εάν ήταν όμως πράγματι ο ευρωβουλευτής υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, θα κατανοούσε πως η παραγωγή φέτας μας προσφέρει μία τεράστια προοπτική νέων επενδύσεων, τις οποίες έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη – μία ακόμη ευκαιρία που δυστυχώς χάνουμε από την εντυπωσιακή ευφυΐα και τον πατριωτισμό των πολιτικών ανδρών μας, ένθεν κακείθεν. Ντροπή, μεγάλη ντροπή!
Είμαστε πάντως περίεργοι να δούμε τι άλλο θα ξεπουλήσουμε από όλη αυτή την πολιτιστική και λοιπή κληρονομιά, την οποία μας κληροδότησαν οι πρόγονοι μας, για να σώσουμε το «τομάρι» μας με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, πριν καταλήξουμε στα σκουπίδια της ιστορίας, λεηλατημένοι και εξαθλιωμένοι – αδιαφορώντας εντελώς για την εθνική μας κυριαρχία, για τις επόμενες γενιές και φυσικά για την πατρίδα μας.