Η ΚΥΑ για την είσπραξη τελών υπέρ του δημοσίου από τα ιδιωτικά μεταλλεία


Υπεγράφη και δημοσιεύθηκε (ΦΕΚ 1800/Β/1-7-2014) για την είσπραξη τελών υπέρ του Δημοσίου από τα ιδιωτικά μεταλλεία, που θα καταβληθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, η Κοινή Υπουργική Απόφαση του Υφυπουργού ΠΕΚΑ, Μάκη Παπαγεωργίου, και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα.

Η μεθοδολογία και ο τρόπος επιβολής τελών στα ιδιωτικά μεταλλεία επιλέχθηκε βάσει διεθνών προτύπων που μελετήθηκαν και προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της χώρας από εξειδικευμένη Επιτροπή του ΥΠΕΚΑ.

Όπως ορίζεται από το νόμο 4042/2012 (ΦΕΚ Α΄ 24), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το νόμο 4203/2013 (ΦΕΚ Α΄ 235), τόσο η απόδοση ποσοστού στους οικείους Δήμους από τα εισπραττόμενα μισθώματα δημόσιων μεταλλείων, όσο και τα τέλη υπέρ του Δημοσίου από τα καλούμενα ιδιωτικά μεταλλεία ισχύουν από 1/1/2013 και η είσπραξή τους γίνεται αναδρομικά και απολογιστικά, αφού αφορούν δραστηριότητες που έγιναν κατά το προηγούμενο κάθε φορά έτος.

Με την καθιέρωσή τους ενισχύονται περαιτέρω τα ανταποδοτικά οφέλη υπέρ του ελληνικού Δημοσίου και ιδίως των περιοχών, στις οποίες πραγματοποιούνται μεταλλευτικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, όσον αφορά στην καθιέρωση τελών από ιδιωτικά μεταλλεία, είναι η πρώτη φορά που συνδέεται άμεσα η ορθολογική έρευνα και εκμετάλλευση μεταλλευμάτων με την είσπραξη προκαθορισμένων και συγκεκριμένων ποσών υπέρ του Δημοσίου επιπλέον των φορολογικών, ασφαλιστικών και λοιπών εσόδων.
Συγκεκριμένα η ΚΥΑ προβλέπει τα κάτωθι:
 
Υπολογισμός τελών
Τα τέλη υπολογίζονται ανά περίπτωση είτε:
·         με βάση την αξία του παραγόμενου προϊόντος (ad valorem), δηλαδή το τέλος εκφράζεται ως ποσοστό επί της αξίας των παραγομένων προϊόντων είτε
·         με βάση το κέρδος παραγωγής (profit based), δηλαδή το κέρδος εκφράζεται ως ποσοστό επί των κερδών τα οποία υπολογίζονται με έναν προαποφασισμένο τρόπο.
 
Θεωρώντας ότι η δυνατότητα αντιμετώπισης κάθε μεταλλεύματος χωριστά είναι η πιο δίκαιη, αφού μπορούν να αξιολογηθούν η εμπορικότητα, οι φυσικές ιδιότητες, καθώς και η σχετική «δυνατότητα κερδοφορίας», εφαρμόζεται ο διαχωρισμός των μεταλλευμάτων σε τρεις κατηγορίες, στις οποίες επιβάλλονται αναλόγως και τα τέλη:
 
Ι. Μεταλλεύματα πολυτίμων μετάλλων. Τέλος: 1 – 6 %.
 ΙΙ. Μεταλλεύματα βασικών μετάλλων. Τέλος: 0,5 – 2,5 %
 ΙΙΙ. Λοιπά ορυκτά και παραπροϊόντα επεξεργασίας. Σταθερό τέλος 10% επί της διαφοράς της τιμολογηθείσας αξίας μείον το «κόστος παραγωγής».
 
Με την συγκεκριμένη απόφαση:

-    Το ύψος του τέλους είναι με βάση την αξία του μεταλλεύματος. Αυτό σημαίνει ότι, όσο οι τιμές ενός μετάλλου είναι «υψηλές» στην παγκόσμια αγορά, δεδομένου του μεγαλύτερου περιθωρίου κέρδους, αυξάνεται και το τέλος. Αντίστοιχα, σε περίπτωση χαμηλών τιμών μειώνεται.
-    Η ποσότητα επί της οποίας προσδιορίζεται η αξία, είναι με βάση το περιεχόμενο μέταλλο στον όγκο των πωλήσεων. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και στην περίπτωση που το πωλούμενο προϊόν δεν είναι καθαρό μέταλλο, αλλά πρωτογενές ή εμπλουτισμένο, αντιμετωπίζεται ως καθαρό μέταλλο, σύμφωνα με το πνεύμα του μεταλλευτικού κώδικα, και τη στρατηγική της χώρας για την παραγωγή τελικών προϊόντων στην Ελλάδα, που θα μεγιστοποιήσει τις ωφέλειες υπέρ του Δημοσίου μέσω της αξιοποίησης της μέγιστης προστιθέμενης αξίας των μετάλλων εντός Ελλάδος.

 
Προκειμένου να διασφαλιστεί ο τρόπος υπολογισμός των τελών με βάση την αξία του πωλούμενου μεταλλεύματος, η τιμή του μετάλλου προσδιορίζεται με βάση τα διεθνή συστήματα καθορισμού τιμών. Π.χ.
·        Για τα πολύτιμα μέταλλα επιλέγεται το Gold Market Price Fixing
·        Για τα μεταλλεύματα βασικών μετάλλων, η τιμή του Χρηματιστηρίου Μετάλλων Λονδίνου.