Ραγδαία άνοδο των τιμών των τροφίμων στην Ευρώπη προκάλεσε η παραγωγή βιοκαυσίμων πρώτης γενιάς, σύμφωνα με έρευνα που διενήργησαν περιβαλλοντικές ΜΚΟ ερχόμενες σε πλήρη αντίθεση με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διαπίστωσαν ότι ο αντίκτυπος της αιθανόλης είναι «αμελητέος».
Τον Ιούλιο του 2016, η Επιτροπή πρότεινε σταδιακή κατάργηση των βιοκαυσίμων με βάση τις καλλιέργειες και την αντικατάστασή τους από «προηγμένα βιοκαύσιμα».
Επί του παρόντος, πραγματοποιείται εξέταση του νομοσχεδίου από τις επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίες προετοιμάζουν τις θέσεις τους για το ζήτημα.
Αρκετές περιβαλλοντικές ΜΚΟ υποστήριξαν ότι η χρήση βιοκαυσίμων πρώτης γενιάς έχει ωθήσει σε άνοδο τις τιμές των τροφίμων, επιχείρημα το οποίο η βιομηχανία βιοκαυσίμων απορρίπτει σθεναρά.
Συγκεκριμένα, οι ΜΚΟ πιέζουν την Επιτροπή να απαγορεύσει πλήρως τα βιοκαύσιμα μετά το 2020, υποστηρίζοντας ότι το μέλλον έγκειται αποκλειστικά στα λεγόμενα προηγμένα βιοκαύσιμα.
Από την άλλη πλευρά, η βιομηχανία αιθανόλης έχει ζητήσει από καιρό ένα σύστημα για τη διαφοροποίηση μεταξύ βιοκαυσίμων βάσει κριτηρίων βιωσιμότητας, υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να επικεντρωθεί στη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, καθώς και των βιοκαυσίμων που ανταγωνίζονται τις αγροτικές καλλιέργειες και ενισχύουν την αποψίλωση.
Αυξάνονται οι τιμές στα τρόφιμα
Νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου από τη Cerulogy για λογαριασμό των ΜΚΟ BirdLife και Transport & Environment, υποστηρίζει ότι η αυξανόμενη ζήτηση βιοκαυσίμων με βάση τις καλλιέργειες έχει οδηγήσει σε αντίστοιχη αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Ο αρμόδιος για τη βιοενέργεια της ΕΕ για το BirdLife Europe & Central Asia, Sini Eräjää, δήλωσε: «Η εντατική χρήση γης από βιοκαύσιμα αυξάνει, επίσης, τις τιμές των τροφίμων για την Ευρώπη και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι λογικό να σταματήσουμε να επιβάλλουμε τη χρήση τους στα αυτοκίνητά μας».
Σύμφωνα με τη μελέτη, η αυξανόμενη ζήτηση για βιοντίζελ είχε τον υψηλότερο αντίκτυπο στις τιμές των φυτικών ελαίων στην ΕΕ, όπως το φοινικέλαιο, η σόγια και ο ηλίανθος, οδηγώντας σε αύξηση κατά 171% των τιμών στην ΕΕ.
Επιπλέον, η έκθεση διαπίστωσε ότι οι ελαιούχοι σπόροι της ΕΕ παρουσίασαν αύξηση κατά 25%.
Όσον αφορά την αιθανόλη, κύριο εύρημα της έκθεσης ήταν η σημαντική επίπτωση «στην αύξηση της παγκόσμιας τιμής αιθανόλης σίτου κατά 20% ανά EJ και την αιθανόλη με βάση τη ζάχαρη, αυξάνοντας τις παγκόσμιες τιμές της ζάχαρης κατά 40% ανά EJ».
Ο Jori Sihvonen από την T & E προέτρεψε τη βιομηχανία να στραφεί στην προηγμένη τεχνολογία και να απομακρυνθεί από τις καλλιέργειες, για να παράγει καύσιμα.
«Η βιομηχανία βιοκαυσίμων πρέπει να αντιμετωπίσει το γεγονός, ότι όταν χρησιμοποιείτε τρόφιμα για την καύση αυτοκινήτων αυξάνετε τη ζήτηση και κατ’ επέκταση την τιμή τους».
Η ανάλυση υπογράμμισε, ακόμη, ότι στην περίπτωση που η ΕΕ απαλλαγεί από τα βιοκαύσιμα με βάση την καλλιέργεια μέχρι το 2030, τα παγκόσμια φυτικά έλαια (όπως σόγια και το φοινικέλαιο) θα είναι 8% φθηνότερα, σε σύγκριση με ένα σενάριο με στόχο 7% για τα βιοκαύσιμα, όπως πρότεινε η Επιτροπή.
«Χάρη στην παύση των βιοκαυσίμων με βάση τις καλλιέργειες, οι Ευρωπαίοι καταναλωτές θα εξοικονομήσουν 10,87 δις ευρώ το 2030», κατέληξε η έκθεση.
Βιομηχανία: αντιμετωπίστε την πραγματικότητα
Ερωτηθείς από τη EURACTIV, ο Γενικός Γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ePURE), Emmanuel Desplechin, αμφισβήτησε τα αποτελέσματα της μελετης, υποστηρίζοντας ότι η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική.
«Η πραγματική εμπειρία σε αυτό το θέμα είναι σαφής: τα τελευταία δέκα χρόνια, καθώς η παραγωγή βιοκαυσίμων έχει αυξηθεί, οι παγκόσμιες τιμές των τροφίμων έχουν μειωθεί κατά 20%», επεσήμανε, προσθέτοντας ότι μια έκθεση της Επιτροπής εντός του 2017 το επιβεβαίωσε.
Πρόσφατα, ο αξιωματούχος της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, Olivier Dubois, παραδέχθηκε ότι η παραγωγή ζαχαροκάλαμου της Βραζιλίας δεν οδήγησε σε αύξηση των τιμών στα τρόφιμα.
«Οι Βραζιλιάνοι έχουν επενδύσει πολύ στη ζάχαρη και μπορούν πλέον να παράγουν τρόφιμα από ζάχαρη και αιθανόλη», δήλωσε.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Η EURACTIV επικοινώνησε με εκπρόσωπο Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος αρνήθηκε να σχολιάσει την εν λόγω έκθεση.
Ωστόσο, τα ευρήματα σχετικά με την αιθανόλη έρχονται σε αντιδιαστολή με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Κομισιόν.
Συγκεκριμένα, το Φεβρουάριο του 2017, η Επιτροπή δημοσίευσε Έκθεση Προόδου για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, καταδεικνύοντας ότι οι τιμές των γεωργικών προϊόντων μειώθηκαν την περίοδο 2012-2015.
«Η κατανάλωση αιθανόλης στην ΕΕ είχε αμελητέα επίπτωση στις τιμές των δημητριακών, δεδομένου ότι το μερίδιο της ΕΕ στην παγκόσμια αγορά αιθανόλης δεν ξεπέρασε το 7%», υπογράμμισε η έκθεση.
Ανέφερε, ακόμη, ότι το 2015 η τιμή των φυτικών ελαίων κατέγραψε τα πιο χαμηλά επίπεδα που έχουν σημειωθεί από το 2005.
Ερωτηθείς για τα στατιστικά στοιχεία της Επιτροπής, ο κ. Sihvonen τόνισε ότι η αγορά αιθανόλης της ΕΕ ήταν σχετικά μικρή σε σύγκριση με την παγκόσμια αγορά σιτηρών, γεγονός που ενέχει μικρότερη επίπτωση στις τιμές σε σύγκριση με τον υψηλότερο αντίκτυπο από το βιοντίζελ της ΕΕ.
Σημείωσε, επίσης, ότι στην προηγούμενη έκθεση προόδου της Επιτροπής για την ανανεώσιμη ενέργεια διαπιστώθηκε αύξηση της τιμής κατά 1-2% που προκλήθηκε από την παραγωγή αιθανόλης στην ΕΕ.
«Η μελέτη καταδεικνύει ότι οι τιμές των δημητριακών θα είναι υψηλότερες κατά 0,6% μέχρι το 2030. Κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν είναι αμελητέο», δήλωσε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι «είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι η βιομηχανία αιθανόλης δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε αυτή τη μικρή προβλεπόμενη επίπτωση στις τιμές του 2030, τη στιγμή που υπάρχει πλήθος αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές για τα βιοκαύσιμα οδηγούν σε αύξηση των τιμών στα τρόφιμα».