Το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να αναπτύξει μια πραγματική πολιτική για την ασφάλεια των τροφίμων μετά το Brexit, επικεντρωμένη στην υγεία των καταναλωτών και την αυτάρκεια, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι επιδοτήσεις θα φτάσουν στους αγρότες που τις έχουν ανάγκη, δήλωσε σε συνέντευξή του στη EURACTIV ο David Drew.
Ο David Drew είναι υπουργός για το περιβάλλον, τα τρόφιμα, τις αγροτικές υποθέσεις και τα απόβλητα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μίλησε στο δημοσιογράφο της EURACTIV, Samuel White.
Μετά την αποχώρηση από την Κοινή Γεωργική Πολιτική της ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει την ευκαιρία να επανεξετάσει πλήρως τον τρόπο με τον οποίο παράγει και καταναλώνει τρόφιμα, καθώς και τον τρόπο που διαχειρίζεται τους οικονομικούς πόρους. Το γεγονός αυτό θα αποτελεί «business as usual» ή η post-Brexit γεωργία θα καταστεί σε υψίστης σημασίας πολιτικό ζήτημα;
Η ασφάλεια τροφίμων αποτελεί ένα απίστευτα πολιτικό ζήτημα. Δεν μπορείτε να αγνοήσετε την πολιτική του ποιος παράγει τα τρόφιμά σας, τι ακριβώς παράγει, για ποιόν προορίζονται, ποιος είναι αυτός για τον οποίο τα πουλάτε.
Χρειαζόμαστε μια πραγματική πολιτική για την ασφάλεια τροφίμων, την οποία δεν διαθέτουμε σήμερα. Συνεργαζόμαστε με εμπειρογνώμονες για την επανεξέταση αυτού που εννοούμε ως πολιτική τροφίμων: το οποίο δεν αφορά μόνο αυτό που καταναλώνετε, αλλά αφορά εξίσου την υγιεινή, την ευεξία και τη διατροφή.
Επομένως, αυτά είναι τεράστια πολιτικά ζητήματα, τα οποία μερικές φορές αποκρύπτονται, επειδή η αγροτική πολιτική ήταν σε μεγάλο βαθμό συναινετική. Ο κίνδυνος αφορά στο γεγονός ότι θα υπάρξουν κάποιες συγκρούσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των αγροτών σχετικά με αυτό, επειδή η γεωργία αποτελεί μόνο ένα μικρό μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης ρύθμισης.
Το Royal Agricultural University στο Cirencester παρουσίασε μια μελέτη που εξετάζει το μερίδιο της γεωργίας στην παραγωγή εισοδήματος στα 15 μίλια γύρω από το Cirencester (μια πολύ αγροτική περιοχή) και διαπίστωσαν ότι ήταν μόλις 0,2%.
Συνεπώς, υπερεκτιμούμε την οικονομική σημασία της γεωργίας ακόμη και στις αγροτικές περιοχές, αλλά αν την αγνοήσουμε, αγνοούμε ένα από τα πιο βασικά δομικά στοιχεία για το πώς μια χώρα φροντίζει τους ανθρώπους της. Πρέπει να προχωρήσουμε σε ένα σύστημα που υποστηρίζει τους αγρότες να πράξουν αυτά που θέλουμε να κάνουν, αποτρέποντάς τους να πράξουν όσα δεν θέλουν.
Μπορεί ένας ανεξάρτητος βρετανικός σχεδιασμός να διαμορφώσει ένα γεωργικό σύστημα που να είναι τόσο οικονομικά όσο και περιβαλλοντικά βιώσιμο ή θα υπάρχει πάντα αυτή η ένταση ανάμεσα στην οικονομία και το περιβάλλον;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν βρίσκονται αναγκαστικά σε σύγκρουση, αλλά μπορούν να υπάρξουν. Για ορισμένους, η απάντηση στην οικονομική βιωσιμότητα θα ήταν να υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες μονάδες παραγωγής. Ωστόσο, η άποψή μου είναι ότι δεν θα πρέπει να προτιμώνται τα μεγάλα αγροκτήματα, επειδή η τιμή είναι πολύ υψηλή.
Μου αρέσουν τα μικρότερα αγροκτήματα, γιατί προσφέρουν ποικιλία. Επιπλέον, θέλω οι μικρότερες εκμεταλλεύσεις να παρέχουν περισσότερες θέσεις εργασίας, που θα είναι καλύτερες και πιο αποδοτικές για την οικονομία.
Ωστόσο, το σημείο καμπής στην ερώτηση ‘’οικονομία έναντι περιβάλλοντος’’ θα αφορά στο πώς θα πληρώνουμε για περιβαλλοντικά προγράμματα και την περιβαλλοντική διαχείριση. Είμαι μεγάλος υποστηρικτής των συστημάτων διαχείρισης, αλλά πολλά χρήματα από τον πυλώνα της πράσινης πολιτικής της ΚΓΠ πηγαίνουν στους ανθρώπους που δεν τα έχουν ανάγκη: αν είναι καλοί γεωργοί, θα πρέπει να λαμβάνουν περιβαλλοντική δράση ούτως ή άλλως.
Τότε υπάρχουν τμήματα του αγροκτήματος που είναι σημαντικά για το περιβάλλον, τα οποία, ωστόσο, δεν θα επιβιώσουν χωρίς επιδοτήσεις. Παρατηρήστε τους αγρότες στις ορεινές περιοχές. Ξεκινούν με απώλειες 10.000 λιρών κάθε χρόνο. Έτσι, λοιπόν, η ερώτηση έγκειται στο να τους πληρώσουμε, για να διαχειριστούμε τα αγροκτήματα; Τους πληρώνουμε, για να διαχειριστούμε την ύπαιθρο; Λέμε, «δεν σας πληρώνουμε και η ύπαιθρος μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της», και επαναφέρουμε αυτές τις περιοχές; Όλα αυτά είναι αρκετά εύλογα, αλλά δύσκολα ζητήματα που πρέπει να τεθούν.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί μεγάλο εισαγωγέα τροφίμων. Η νέα πολιτική τροφίμων θα επιδιώξει να καταστήσει τη Βρετανία περισσότερο αυτάρκη;
Η εφοδιαστική αλυσίδα είναι ένα πολύ ευαίσθητο ζήτημα. Ένα από τα ζητήματα που πιέζω μέσα στο Εργατικό Κόμμα είναι να καταστήσουμε τη Βρετανία 80% αυτάρκη. Γιατί να ανησυχούμε για τις εξαγωγές, γιατί δεν επικεντρωνόμαστε απλώς στο να γίνουμε πιο ασφαλείς όσον αφορά στα τρόφιμα;
Μερικές φορές, ενδέχεται να σημαίνει ότι έχουμε λιγότερες επιλογές, γι ‘αυτό χρειαζόμαστε μια πολιτική για τα τρόφιμα που προάγει το εποχιακό και κατάλληλο προϊόν για τη διατροφή μας, αντί να πιέζει, για παράδειγμα, να καταναλώνουμε καρότα. Είμαστε ήδη 100% αυτάρκεις στα καρότα, παρεμπιπτόντως.
Θα μπορούσαν τα συστήματα μικρής αλυσίδας εφοδιασμού, όπως οι τοπικές αγροτικές αγορές, να αποτελούν μέρος αυτής της πολιτικής; Είναι ένας καλός τρόπος, για να καταστεί η γεωργία οικονομικά βιώσιμη;
Νομίζω ότι είναι μια καλή ιδέα. Είναι πολύ δύσκολο για τους περισσότερους αγρότες να αποχωρήσουν από τις παραδοσιακές αλυσίδες τροφίμων.
Η Εθνική Ένωση Αγροτών (NFU) ανέφερε σε μένα προσωπικά, ότι οι αγρότες τάσσονται υπέρ των μακροπρόθεσμων συμβάσεων για σταθερότητα. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε, επίσης, να συμβάλλει στην προσπάθεια για μεγαλύτερη αυτάρκεια, διότι θα γνωρίζαμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη ζήτηση και την προσφορά.
Είστε χορτοφάγος εδώ και 25 χρόνια. Πιστεύετε ότι οι Βρετανοί αγρότες είναι έτοιμοι να εμπιστευτούν έναν χορτοφάγο στο υπουργείο Γεωργίας;
Νομίζω ότι οι αγρότες θα πρέπει να είναι ρεαλιστές αναφορικά με το γεγονός ότι η διατροφή και τα γούστα των ανθρώπων αλλάζουν. Μέρος όλου αυτού είναι και η ανησυχία για το περιβάλλον. Σε μια πρόσφατη έκθεση αναφέρεται ότι δεν είμαστε κοντά στο να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στους στόχους και τις υποχρεώσεις μας για την κλιματική αλλαγή.
Έχουμε εμμονή με τον άνθρακα, αλλά δεν εξετάσαμε το μεθάνιο, το οποίο είναι ισχυρότερο ως αέριο θερμοκηπίου. Συνεπώς, καθίσταται ολοένα και πιο σαφές, ότι η γεωργία συμβάλλει σημαντικά στην κλιματική αλλαγή.
Είναι καιρός να αρχίσουμε να ανταμείβουμε τους αγρότες για τις ενέργειες που λαμβάνουν για να το μετριάσουν, αλλά το πρόβλημα, όπως συνήθως, έγκειται στο γεγονός ότι μόνο οι εύποροι αγρότες θα έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σε μέτρα προσαρμογής.