Ομιλία Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Βαγγέλη Αποστόλου στο Φόρουμ Αγροδιατροφής- Βιομηχανίας και Τουρισμού.
«Εκδηλώσεις σαν τη σημερινή είναι πολύ σημαντικές για μας, γιατί υπηρετούν ένας από τους βασικότερους στόχους του στρατηγικού μας σχεδίου για το αγροδιατροφικό σύμπλεγμα της χώρας μας, που είναι η επαρκής κάλυψη των διατροφικών αναγκών των κατοίκων και των επισκεπτών μας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων έχουμε ένα έλλειμμα που έπεσε από τα 2 δις το 2014 στα 480 εκατ. το 2016 και τείνει το 2017 προς ισοσκελισμό, στα τρόφιμα εξακολουθεί να κινείται στα ίδια επίπεδα με έλλειμμα γύρω στο 1 δις.
Κι αυτό δεν εμφανίζεται γιατί έρχεται ο τομέας των φρούτων και των λαχανικών και τον υπερκαλύπτει με τις εξαγωγές του να φτάνουν στα 2 δις.
Γι αυτό πιστεύω ότι η σημερινή εκδήλωση μπορεί να ανοίξει και να διευρύνει τον κοινό τόπο προβληματισμού γύρω από τις δυνατότητες και τα προβλήματα του αγροδιατροφικού τομέα στη σχέση του τόσο με τον τουρισμό όσο και με τη βιομηχανία. Διότι αυτά τα τρία πράγματα, αν θέλουμε να τα πάμε μπροστά, θα πρέπει να τα δούμε και αλληλένδετα.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποθέσει ότι εν μέσω της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη και στον κόσμο, τέτοιου είδους θέματα θα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα.
Όμως εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι, παρά τις δυσκολίες, οι άνθρωποι όχι μόνο κινούνται –30 εκατ. ήλθαν φέτος στην Ελλάδα– αλλά και αναζητούν ποιοτικά προϊόντα με υψηλή θρεπτική αξία και εναλλακτικές μορφές ψυχαγωγίας και ξεκούρασης.
Κι εμείς στην Ελλάδα, έχοντας μια παράδοση ιδιαίτερα πλούσια σ΄ αυτές τις παραμέτρους μπορούμε να την ικανοποιήσουμε.
Κατ΄ αρχήν οι διατροφικές συνήθειες του Έλληνα συνδέονταν πάντα µε τη θρησκευτική και λαϊκή παράδοση και εν γένει την πολιτισμική του κληρονομιά.
Την διατήρηση και ανάδειξη αυτής της κληρονομιάς μπορεί να υποστηρίξει ο γαστρονομικός τουρισμός, αυτή η ειδική μορφή αγροτουρισµού, που προτείνει στον επισκέπτη να ακολουθήσει µία προσεκτικά επιλεγμένη διαδρομή, να δοκιμάσει τις παραδοσιακές γεύσεις της περιοχής, να γευτεί τα τοπικά κρασιά, να περιηγηθεί σε παραδοσιακούς οικισµούς και αρχαιολογικούς χώρους.
Όμως κάθε προϊόν, για να αποκτήσει υπολογίσιμη οικονομική αξία θα πρέπει να υπηρετεί μια σειρά από προϋποθέσεις:
Πρώτον μια κρίσιμη μάζα, που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνον αν υπάρχει συντονισμός και συνεργατισμός.
Δεύτερον η παραγωγή ποιοτικών και υγιεινών προϊόντων να γίνει κανόνας.
Τρίτον να εισάγουμε την καινοτομία από την πρώτη στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας μέχρι τη μεταποίηση και το marketing.
Κάθε περιοχή της χώρας μας έχει μια διαφορετικότητα. Πρέπει αυτή τη διαφορετικότητά στα αγροδιατροφικά προϊόντα να την αναδείξουμε, να την προβάλουμε, να την στηρίξουμε.
Να την εντάξουμε στον γαστρονομικό τουρισμό, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του εναλλακτικού τουρισμού. Δηλαδή κάθε περιοχή να γίνει γαστρονομικός προορισμός.
Παραλάβαμε τη διακυβέρνηση της χώρας με τον αγροτικό χώρο να έχει ως βασική επιδίωξη στη στρατηγική του, την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων, που κι αυτές δεν γίνονταν σωστά, αφού βρεθήκαμε μπροστά σε πρόστιμα και καταλογισμούς που έφταναν περίπου στα 3 δις, δηλαδή κοντά στο ύψος των ετήσιων κοινοτικών εισροών.
Βασικός στόχος για μας ήταν να ξαναβάλουμε την ελληνική ύπαιθρο, την αγροτική οικονομία, στο παιχνίδι. Εκτιμούσαμε ότι δεν νοείται ανάκαμψη και ανάπτυξη της χώρας, αν δεν εστιάσουμε, δεν βασιστούμε στην παραγωγική ύπαιθρο, την αγροδιατροφική παραγωγή, τις προτάσεις εναλλακτικού τουρισμού της ελληνικής υπαίθρου, με συστηματική και επίμονη δουλειά συνέργεια παραγωγών, επιχειρηματιών, θεσμών και φορέων να κάνουμε σημαντικά πράγματα.
Κι αυτή η αντίληψή μας βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στα περιφερειακά αναπτυξιακά συνέδρια. Η ανασυγκρότηση του Αγροτικού Χώρου της Ελλάδας με βάση ένα σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο αγροτικής ανάπτυξης, ο προσανατολισμός του με βάση τις ανάγκες και απαιτήσεις των αγορών και η δημιουργία εργαλείων στήριξής του, αποτέλεσαν κύριες προτεραιότητες στις συζητήσεις .
Ο αγροτικός τομέας μπήκε ψηλά στην οικονομική και πολιτική ατζέντα γιατί έχει σημαντική δυναμική κυρίως ως προς τα επώνυμα αγροτικά προϊόντα, φυτικής και ζωικής προέλευσης, με την ποιότητά τους να είναι αναγνωρισμένη σε όλο τον κόσμο.
Τα παραδοσιακά προϊόντα, τα προϊόντα ονομασίας προέλευσης και γεωγραφικής ένδειξης πρέπει να έχουν καλύτερη διασύνδεση με τον κλάδο του τουρισμού . Κι αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με:
1)Την ενεργοποίηση όλου του ελεγκτικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση των ελληνοποιήσεων προϊόντων π.χ. γάλακτος, κρέατος, αυγών, πατάτας, ώστε το ποσοστό των ελληνικών προϊόντων που καταναλώνεται στον κλάδο του τουρισμού να αυξηθεί.
Τελευταία κάναμε ένα σημαντικό βήμα προς αυτή τη κατεύθυνση με την θέσπιση της υποχρεωτική αναγραφή στις συσκευασίες των γαλακτοκομικών προϊόντων της χώρας αρμέγματος και στις ταμειακές μηχανές των χώρων πώλησης της χώρας προέλευσης του κρέατος.
2)Τη διαμόρφωση ενός δικτύου προμήθειας μέσω ομάδων παραγωγών και συνεταιρισμών που θα λαμβάνει υπόψη τις τοπικές δυνατότητες παραγωγής, αντικατάστασης της ζήτησης των προϊόντων και θα στηρίζεται κατά κύριο λόγω στην διασύνδεση των τοπικών παραγωγών αγροτικών προϊόντων με τη προμήθεια των ξενοδοχείων. και
3)Την ενίσχυση της προώθησης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές μέσα από συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις που το 2017 θα ξεπεράσουν τα 160 εκατ. ευρώ . Κι αυτό ήδη έχει αποτυπωθεί εντυπωσιακά στην αύξηση των εξαγωγών.
Μάχες όμως δίνουμε και για την υπεράσπιση των προϊόντων μας από επιθέσεις χρήσης της ελληνικής ονομασίας σε μαϊμού προϊόντα από τρίτες χώρες και δυστυχώς τελευταία και από χώρες της Ε.Ε., όπως συμβαίνει με το γιαούρτι από πλευράς της Τσεχίας.
Στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πιστεύουμε και το έχουμε κάνει κοινή αντίληψη, ότι η παραγωγική ύπαιθρος μπορεί να ανταποκριθεί στη πρόκληση κάλυψης των διατροφικών αναγκών της χώρας μας. Υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα σε κάθε περιοχή δυνατότητες για παραγωγή προϊόντων καθαρών υγιεινών και ποιοτικών.
Και είναι αλήθεια ότι οι παραγωγοί και οι επιχειρηματίες του αγροδιατροφικού τομέα της νησιωτικής Ελλάδας, έχουν ήδη δείξει αξιοθαύμαστα αντανακλαστικά και αντιλήφθηκαν χωρίς να χάσουν πολύ χρόνο, ότι παράλληλα με τον τουρισμό που αναπτυσσόταν, η ελληνική γη μπορεί να παράξει πραγματικούς θησαυρούς, γεύσεις και αρώματα με μνήμες χιλιάδων χρόνων.
Αντίστοιχα οι παραγωγοί της ηπειρωτικής Ελλάδας, σε μεγαλύτερη κλίμακα, σε πιο εκτατικές θα μπορούσαμε να πούμε καλλιέργειες, αντιληφθήκαν κι αυτοί με τον καλύτερο τρόπο, τον πυρήνα των σύγχρονων αγροδιατροφικών αξιώσεων που λέει ότι η υγιεινή διατροφή βρίσκεται στα προϊόντα με ιστορική μνήμη, ότι η παράδοση έχει επανέλθει αποφασιστικά στο προσκήνιο των διατροφικών και οικονομικών αξιών.
Χρειάζονται λοιπόν συνέργειες παντού, ανάμεσα στον παραγωγό, την τουριστική μονάδα και τον επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στον τομέα της αγροδιατροφής με γνώμονα την ποιότητα σε όλα τα επίπεδα.
Σας ευχαριστώ.»