Του Θωμά Χανή για το agrocapital.gr
Δύο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους: κόστος παραγωγής και αναδιάρθρωση καλλιεργειών. Όταν μεταβάλλεται το ένα, άμεσα επηρεάζεται και το άλλο. Αλλά ας πούμε εν ολίγοις τι εστί το ένα και το άλλο, αντίστοιχα.
Με την έννοια «κόστος παραγωγής», νοείται εκείνο το ποσό (κυρίως χρηματικό, υλικό, και πνευματικό) όπου απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος. Κατ’ αντιστοιχία, εκφέροντας τον όρο «αναδιάρθρωση καλλιεργειών» νοείται ο τρόπος, μα κυρίως, το μέσο εκείνο, όπου γίνονται αλλαγές, κυρίως στον τρόπο και στο τόπο, όπου καλλιεργούνται (ή θα καλλιεργηθούν) μια γκάμα από φυτά ή δέντρα, για την παραγωγή προϊόντων.
Χρόνια και χρόνια ακούμε να λέγονται, ως επιτακτικά αιτήματα των αγροτών (κυρίως στους αγώνες τους, είτε μέσω των διαμαρτυριών-μπλόκα-είτε μέσω συλλαλητηρίων) ότι χρειάζονται «μείωση του κόστους παραγωγής». Εν ολίγοις, αυτό που ζητούν, είναι μια μείωση της τιμής σε, αγροτικά εφόδια, πετρέλαιο (όπου είναι η βασική πηγή για την αρχή και την καλλιέργεια της γης), χαμηλά επίπεδα στους συντελεστές φορολόγησης, μια καλή (σχετικά) τιμή στα προϊόντα τους, και μια καλή στήριξη και τραπεζική πίστη.
Είναι γνωστό, ότι τα τελευταία χρόνια, το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί σε υψηλά έως πολύ υψηλά επίπεδα, καθιστώντας-αν όχι αδύνατη- πάρα πολύ δύσκολη την καθημερινότητα των αγροτών, ώστε να μπορέσουν να καλλιεργήσουν την γη τους. Έτσι, στρέφονται, ενάντια στις λεγόμενες «παραδοσιακές καλλιέργειες» (με στόχο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος, με τα μικρότερα δυνατόν έξοδα) σε άλλες «δευτερευούσης» κάποιες φορές, καλλιέργειες. Χρόνια με τα χρόνια, κρίση στην κρίση, και με το κόστος παραγωγής να παίρνει κάθε χρόνο την ανιούσα, βλέπουμε (σε αρκετές περιοχές ανά την επικράτεια) μια βίαιη και «άναρχη» αναδιάρθρωση καλλιεργειών. Ήτοι, καλλιέργειες, που πιθανόν να μην υπήρχαν πριν λίγα χρόνια σε μιαν περιοχή, στο σήμερα, να έχουν κάνει δυναμική παρουσία, και να καταλαμβάνουν έδαφος, έναντι άλλων καλλιεργειών, που υπήρχαν πολλά χρόνια στην εκάστοτε περιοχή.
Καλλιέργειες που άλλοτε δεν υπήρχαν σε κάποιες περιοχές, πλέον κάνουν θραύση, ενώ άλλες τείνουν να γίνουν «είδος υπό εξαφάνιση». Βίαιη και συνάμα βιαστική αλλαγή καλλιεργειών, με στόχο ένα καλύτερο εισόδημα, ή προσπαθώντας να μην υπάρξει βάλτωση και περαιτέρω εξαθλίωση της κάθε περιοχής. Αυτό γίνεται, γιατί ο παράγοντας «κόστος παραγωγής» αυξάνεται με καλπάζοντες ρυθμούς (προς βάρος φυσικά της παραγωγικής τάξης).
Κι εδώ εγείρεται το εξής ερώτημα. Η πολιτεία άραγε, έχει μεριμνήσει για μια τέτοια «αναδιάρθρωση»; Έχει λάβει σοβαρά υπόψη της, ότι αυτή η βίαιη αναπροσαρμογή μπορεί να οδηγήσει και να επιφέρει χειρότερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Οι αγρότες είναι σε θέση να εμφυσήσουν με την ίδια όρεξη, το ίδιο μεράκι, μα κυρίως, μπορούν να υποστηρίξουν (σε θέμα γνώσεων και μηχανολογικού εξοπλισμού) αυτή την «αναδιάρθρωση των καλλιεργειών»; Μπορούμε ως μικρή (σε θέμα παραγωγής χώρα) να ανταποκριθούμε επάξια στο κάλεσμα αυτό, της νέας εποχής πραγμάτων, που λαμβάνει χώρα στο προσεχές μέλλον;
Ερωτήματα που οφείλουν άμεσα, να απασχολούν τους ιθύνοντες και αρμόδιους των Υπουργείων (μα και των σχεδιασμών των εκάστοτε προγραμμάτων περί αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών και εισαγωγή νέων δεδομένων σε ότι αφορά τις καλλιέργειες). Το σίγουρο πάντως είναι, ότι το όλο ζήτημα απαιτεί την δέουσα σοβαρότητα και υπευθυνότητα, προς πάσα κατεύθυνση. Πρόκειται για την «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας, που δεν είναι άλλη από την αγροτική παραγωγή.