Ενημέρωση απέστειλε το γραφείο ΟΕΥ της γαλλικής πρεσβείας της Ελλάδας στο Παρίσι για την συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε στις 24 Απριλίου στην έδρα του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου, κατά την οποία παρουσιάσθηκε η έκθεση του Οργανισμού για την παγκόσμια παραγωγή προϊόντων αμπέλου (κυρίως οίνους, αλλά και σταφύλια, σταφίδες κ.α) για το 2017.
Την παρουσίαση της έκθεσης πραγματοποίησε ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού κ. Jean-MarieAurand, παρουσία δημοσιογράφων του οικονομικού κυρίως τύπου, αλλά και του κλάδου των τροφίμων και ποτών, καθώς και εκπροσώπων των διπλωματικών Αρχών των κρατών-μελών του Οργανισμού. Όπως ανέφερε ο κ. Aurandσυνοψίζοντας, η παραγωγή το 2017 διαμορφώθηκε σε ιστορικά χαμηλά, με ενίσχυση ωστόσο της κατανάλωσης και μεγαλύτερη διεθνοποίηση των ανταλλαγών.
Από την παρουσίαση του κ. Jean-MarieAurand, το γραφείο ΟΕΥ συνόψισε τα εξής :
Εξέλιξη επιφάνειας αμπελοκαλλιεργειών παγκοσμίως.
Ηεπιφάνεια που καλύπτονταν από αμπέλια παγκοσμίως ανήλθε το 2017 σε 7,6 εκατ. εκτάρια. Η συνολική έκταση των αμπελώνων μοιάζει να σταθεροποιείται. Το 2017, ο ρυθμός αύξησης των κινέζικων αμπελώνων επιβραδύνεται (+6.000 εκτάρια). Μείωση παρουσιάζει η έκταση των αμπελώνων σε Τουρκία (-20.000 εκτάρια) και Ισπανία (-8.000 εκτάρια). Στην Ευρώπη μόνον οι ιταλικοί αμπελώνες παρουσιάζουν αύξηση (+5.000 εκτάρια). Η συνολική επιφάνεια των αμπελώνων στην Ευρώπη σταθεροποιείται στα 3,3 εκατ. εκτάρια (υποχωρώντας κατά 5.600 εκτάρια σε σχέση με το 2016). Σταθεροποίηση παρουσιάζει η έκταση των αμπελώνων στη Γαλλία , τη Ρουμανία, την Γερμανία και προσφάτως στην Ελλάδα (106 χιλ. εκτάρια, +0,4 εκτάρια σε σχέση με το 2016), ενώ μειώθηκε στην Ισπανία. Η Ισπανία πάντως, διαθέτει τις μεγαλύτερες εκτάσεις με 1 εκατ. εκτάρια και ακολουθούν η Κίνα (0,87 εκατ. εκτάρια ) και η Γαλλία (0,79 εκατ. εκτάρια).
Σημειώνεται ότι, από το 2000 παρατηρείται μία μείωση της καλλιεργήσιμης με αμπέλια επιφανείας στην Ευρώπη και την Τουρκία, ενώ αντίθετα σημειώνεται αύξηση στις αμπελοκαλλιέργειες στην Κίνα. Οι ΗΠΑ και η πλειονότητα των χωρών του Νότιου ημισφαιρίου διατηρούν σταθερές τις εν λόγω εκτάσεις.
Παγκόσμια παραγωγή οίνου.
Η παγκόσμια παραγωγή οίνου κατά το 2016 ανήλθε σε 250 εκατ. εκατόλιτρα (από 267 εκατ. εκατόλιτρα το 2016), μειωμένη κατά -8,6%αγγίζοντας έτσι, ιστορικό χαμηλό. Οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ήταν έντονες σε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των χωρών Ε.Ε..
Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, η παραγωγή οίνου κατά το 2017 ανήλθε σε 141 εκατ. εκατόλιτρα, μειωμένη κατά -14,6% σε σχέση με το 2016.Συγκεκριμένα, 42,5 εκατ. εκατόλιτρα οίνου παρήχθησαν στην Ιταλία (από 50,9 το 2016, -17%), 36,7 εκατ. εκατόλιτρα στη Γαλλία (από 43,5 το 2016, -19%), 32,1 στην Ισπανία (από 39,3 το προηγούμενο έτος, -15%). Μικρή αύξηση παρουσιάζει η παραγωγή σε Πορτογαλία, Ρουμανία και Αυστρία.
Η παραγωγή παρέμεινε σε ικανοποιητικά επίπεδα στις ΗΠΑ 23,3 σε σχέση με 23,6 εκατ. εκατόλιτρα το 2016, στην Αυστραλία 13,7 εκατ. εκατόλιτρα έναντι 13,0 το 2016 και τη Ν. Ζηλανδία 2,9 εκατ. εκατόλιτρα έναντι 3,1 το 2016. Με 10,8 εκατ. εκατόλιτρα το 2017, η Ν. Αφρική (από 10,5 το 2016) παρουσιάζει αύξηση κατά 2,6%. Στη Ν. Αμερική, η εικόνα δεν είναι ενιαία, με πτώση της παραγω γής στην Χιλή για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά (9,5 εκατ. εκατόλιτρα στη Χιλή από 10,1 το 2016), ενώ αντιθέτως αύξηση παραγωγής στην Αργεντινή, με 11,8 εκατ. εκατόλιτρα έναντι 9,4 το 2016 και τη Βραζιλία, με 3,4 εκατ. εκατόλιτρα.
Η παραγωγή οίνου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα από τον OIVστοιχεία ανήλθε το 2017 σε 2,6 εκατ. εκατόλιτρα, αυξημένη ελαφρώς (+2%) σε σχέση με 2,5 εκατ. εκατόλιτρα το 2015. Ωστόσο, η παραγωγή οίνου στη Χώρα μας έχει μειωθεί σε σχέση με το 2013, οπότε και ανέρχονταν σε 3,3 εκατ. εκατόλιτρα.
Παγκόσμια κατανάλωση οίνου.
Η παγκόσμια κατανάλωση οίνου σταθεροποιήθηκε στα 243 εκατ. εκατόλιτρα, ελαφρώς αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Μετά την πτώση που παρουσίασε τα έτη 2008/2009 λόγω της οικονομικής κρίσης, η κατανάλωση αυξάνει και πάλι από το 2014.
Οι ΗΠΑ, με κατανάλωση 32,6 εκατ. εκατόλιτρων το 2017 (σε σχέση με 31,8 το 2016) καταλαμβάνουν, ήδη από το 2011, την πρώτη θέση παγκοσμίως. Ακολουθούν η Γαλλία με 27,0 εκατ. εκατόλιτρα, η Ιταλία με 22,6 εκατ. εκατόλιτρα, η Γερμανία με 20,2 εκατ. εκατόλιτρα και η Κίνα με 17,9 εκατ. εκατόλιτρα.
Ως προς την ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση οίνου στην πρώτη θέση παραμένει η Πορτογαλία.
Αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται πτωτική τάση της κατανάλωσης οίνου σε χώρες που παραδοσιακά καταναλώνουν αλκοόλ, η εν λόγω κατανάλωση σταθεροποιείται το 2017 σε Γαλλία (μικρή υποχώρηση), Ισπανία, Γερμανία και Ιταλία (βελτίωση). Η κατανάλωση σε Ην. Βασίλειο, Ν. Αφρική και Βραζιλία ανακάμπτει το 2017 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αύξηση της κατανάλωσης παρουσιάζουν οι ΗΠΑ, Κίνα και Αυστραλία. Μείωση της κατανάλωσης παρουσιάζουν η Αργεντινή και η Χιλή.
Για το 2017 η Χώρα μας παραμένει στην 23ηθέση κατανάλωσης οίνου, όπως και το 2016, με ποσότητα 2,3 εκατ. εκατόλιτρα, δηλ. σταθερή σε σχέση με το 2016 και μειωμένη σε σχέση με το 2013 οπότε και η ετήσια κατανάλωση οίνου ανέρχονταν σε 3,0 εκατ. εκατόλιτρα.
Διεθνείς εμπορικές συναλλαγές οίνου.
Η ποσότητα οίνου που διακινήθηκε παγκοσμίως ανήλθε το 2017 σε 107,9 εκατ. εκατόλιτρακαι αξία 30,4 δισ. Ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 3,4% σε όγκο και κατά 4,8% σε αξία σε σχέση με το 2016. Η αύξηση το 2017 αποδίδεται κυρίως στους αφρώδεις οίνους (παρουσιάζουν αύξηση κατά 11,2% σε όγκο και 8,9% σε αξία σε σχέση με το 2016). Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν την ανοδική τάση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών οίνου.
Ανά κατηγορία οινικού προϊόντος, οι εμπορικές συναλλαγές οίνων σε φιάλη αυξήθηκαν το 2017 περνώντας στο 57%, από 54% το 2016, εξέλιξη αντίθετη με την τάση των ετών 2000-2016, οπότε και το μερίδιο των εξαγωγών σε φιάλη είχε περιορισθεί σε 54%, από 65%. Σε αξία, οι εξαγωγές οίνων σε φιάλη αντιπροσωπεύουν το 72% της συνολικής αξίας των εξαγωγών οίνου το 2017. Το μερίδιο των εξαγωγών οίνου σε φιάλη (<2λτ) το 2017, είναι αυξημένο σε όγκο στην Γερμανία, Πορτογαλία, Αργεντινή και Γαλλία.
Οι διακρατικές συναλλαγές αφρώδους οίνου το 2017 αντιπροσωπεύουν το 19% της παγκόσμιας αγοράς σε αξία, ενώ σε όγκο μόλις το 8% των εξαγομένων ποσοτήτων.
Οι εξαγωγές οίνου χύδηνπαρουσίασαν το 2017 αξιοσημείωτη πτώση σε όγκο σε σχέση με το 2016. Σημαντικό είναι το μερίδιο των εξαγωγών οίνου χύδην το 2017 στο συνολικό όγκο εξαγωγών της Ισπανίας, Ν. Αφρικής, Χιλής, Αυστραλίας και ΗΠΑ. Οι διακρατικές συναλλαγές οίνου χύδην το 2017 αντιπροσωπεύουν το 35% της παγκόσμιας αγοράς σε όγκο, ενώ μόλις το 8% της αγοράς σε αξία.
Η Ισπανία αποτελεί τον 1ο εξαγωγέα σε όγκο παγκοσμίως,με 22,1 εκατ. εκατόλιτρα το 2017 και μερίδιο 20,5% (το μερίδιό της σε αξία είναι μόλις 9,3%). Η Γαλλία αποτελεί τον 1ο εξαγωγέα οίνου σε αξία παγκοσμίως, με εξαγωγές ύψους 9,0 δισ. Ευρώ το 2017 και μερίδιο 29,6%. Ακολουθεί η Ιταλία με εξαγωγές ύψους 5,87 δισ. Ευρώ και μερίδιο 19,3%. Αύξηση των εξαγωγών τους σε όγκο το 2017 (άνω του 3%) σημείωσαν οι Ν. Ζηλανδία, Χιλή, Πορτογαλία, Γαλλία, Ιταλία και Ν. Αφρική. Αντίθετα πτώση σημείωσαν οι Αργεντινή, ΗΠΑ και Ισπανία. Αύξηση των εξαγωγών τους σε αξία το 2017 σημείωσαν η Αυστραλία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ν. Ζηλανδία. Αντίθετα πτώση σημείωσαν οι Αργεντινή, ΗΠΑ και Ν. Αφρική.
Οι πρώτες προβλέψεις για την εσοδεία του 2018 του Νοτίου ημισφαιρίου εμφανίζονται στα ίδια επίπεδα παραγόμενης ποσότητας οίνου (52,7 εκατ. εκατόλιτρα), σε σχέση με το 2017. Αυτό οφείλεται σε διαφορετικές εξελίξεις ανά χώρα και περιοχή δηλ., θετικές προβλέψεις για την παραγωγή σε Αργεντινή, Χιλή, Ν. Ζηλανδία και Ουρουγουάη και ταυτοχρόνως σημαντική πτώση της παραγωγής στην Ν. Αφρική (λόγω παρατεταμένης ξηρασίας) και σχετική μείωση της παραγωγής σε Αυστραλία και Βραζιλία, σε σχέση με το 2017.