Ποιο ερώτημα τίθεται στην προκειμένη περίπτωση είναι γιατί δεν συνέβη το ίδιο με το γαλλικό τυρί ροκφόρ ή την ιταλική Μοτσαρέλα. Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει καναδική παραγωγή σε αυτούς τους τύπους των τυροκομικών προϊόντων. Επειδή όμως η φέτα δεν είναι μόνο το δημοφιλέστερο τυροκομικό προϊόν στην Ελλάδα αλλά έχει ισχυρή παραγωγική δραστηριότητα που εκτείνεται από τον πρωτογενή ως τον δευτερογενή τομέα της οικονομίας, στον εμπορικό κίνδυνο που έχει εμφανιστεί στον ορίζοντα, οι πολιτικές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις είναι περίπου αυτονόητες.
Η παραγωγή γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων στην καναδική αγορά είναι, σε μεγάλο βαθμό, προστατευόμενη καθώς εφαρμόζονται μέτρα εμπορικής πολιτικής ώστε ο ανταγωνισμός από τα εισαγόμενα προϊόντα να διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα.
Το κύριο μέσο εμπορικής πολιτικής που χρησιμοποιεί ο Καναδάς για να προστατέψει τα εγχώρια προϊόντα είναι οι ποσοτικοί περιορισμοί που, ακόμη και στο πλαίσιο της νέας Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου Καναδά-Ε.Ε./CETA, δεν αναμένεται, άμεσα, να επιφέρει εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές (πέραν του υπερδιπλασιασμού της ετήσιας ποσόστωσης).
Οι ποσοστώσεις χωρίζονται σε εξειδικευμένες κατηγορίες : στα τυριά (σε δύο κατηγορίες χωρών μια για την Ευρώπη και μια για τον υπόλοιπο κόσμο με εξαίρεση τις χώρες της NAFTA - που διέπονται επίσης υπό το καθεστώς της ποσόστωσης), το βούτυρο, τα παγωτά, το γάλα (που διακρίνονται σε κρέμα γάλακτος, αποβουτυρωμένο, με λιγότερα λιπαρά, σε σκόνη) και τα γιαούρτια.
Οι ποσοστώσεις αφορούν γενικά τα τυροκομικά προϊόντα και δεν είναι εξειδικευμένες ανά κατηγορία τυριού.
Στο καθεστώς των ποσοτικών ποσοστώσεων μόνο οι κάτοχοι του δικαιώματος ποσόστωσης μπορούν να εισάγουν τυροκομικά/γαλακτοκομικά προϊόντα, και όλα τα εισαγόμενα προϊόντα τελούν σε καθεστώς ελέγχου.
Ειδική μέριμνα έχει ληφθεί για την εισαγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων που θα χρησιμοποιηθούν στην παρασκευή προϊόντων στον Καναδά και προορίζονται για εξαγωγή. Οι Καναδοί παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα (όπως προϊόντα ζαχαροπλαστικής, τυριά, βούτυρο) μέσω του προγράμματος «Εισαγωγής προς Επανεξαγωγή» (Import for Re-export Program) της Υπηρεσίας Global Affairs Canada. Για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα απαιτείται να κατατεθούν αναλυτικά στοιχεία για τις ποσότητες του προϊόντος που θα εισαχθεί, το τελικό προϊόν που θα παραχθεί, ο εναρμονισμένος κωδικός ή ο κωδικός προϊόντος που χρησιμοποιεί η εταιρεία και, αφού έχει εγκριθεί η αίτηση για χρήση του IREP, η εταιρεία πρέπει να προσκομίσει τα σχετικά απολογιστικά στοιχεία.
Διοικητική τιμολόγηση των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων
Η προσφοράς γάλακτος είναι πλήρως ελεγχόμενη, προς αποφυγή πλεονάσματος παραγωγής, και χρησιμοποιείται κεντρικό σύστημα τιμολόγησης των γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, με την εξής διάρθρωση:
Η Καναδική Επιτροπή Γαλακτοκομικών (Canadian Dairy Commission) έχει πρωταρχικό ρόλο, καθώς καθορίζει και αναθεωρεί, σε ετήσια βάση, τις λεγόμενες υποστηρικτικές τιμές (support prices) της πρωτογενούς γαλακτοκομικής παραγωγής (της παραγωγής στην κτηνοτροφική μονάδα), δηλ. τις τιμές στις οποίες αγοράζει και πουλάει σκόνη αποβουτυρωμένου γάλακτος και βούτυρο, μέσω των διαφόρων προγραμμάτων για την παραγωγή που αυτή διαχειρίζεται.
Μέσω των υποστηρικτικών τιμών οι Καναδοί παραγωγοί μπορούν να πωλούν το γάλα σε μια εγγυημένη τιμή και να έχουν ένα προστατευμένο εισόδημα.
Οι υποστηρικτικές τιμές, συνήθως, ανακοινώνονται στα μέσα Δεκεμβρίου και η εφαρμογή τους ξεκινά της 1η Φεβρουαρίου του επομένου έτους.
- Στη συνέχεια, τα επί μέρους Επαρχιακά Συμβούλια Γάλακτος (Provincial milk marketing boards) και οι υπηρεσίες τους χρησιμοποιούν τις υποστηρικτικές τιμές ως αναφορά για τον καθορισμό της τιμής που καταβάλλονται από τις βιομηχανίες επεξεργασίας γάλακτος για το ποσοστό εκείνο του γάλακτος που θα χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή βουτύρου, σκόνης αποβουτυρωμένου γάλακτος, τυριών, γιαουρτιού, παγωτού και κάθε άλλου γαλακτοκομικού προϊόντος.
- Οι δε βιομηχανίες επεξεργασίας γάλακτος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τα δικά τους κόστη παραγωγής, καθορίζουν τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων ενώ η τελική τιμή λιανικής για τον καταναλωτή αποφασίζεται από τους διανομείς και τους λιανοπωλητές, που ενσωματώνουν όλες τις παραπάνω αυξήσεις και τα δικά τους κόστη στην τιμή του ραφιού.
Σημειώνεται ότι, καθώς οι υποστηρικτικές τιμές παρουσιάζουν αυξητική τάση με μέση ετήσια μεταβολή της τάξης 2,5-3%, συνακολούθως και οι τιμές λιανικής των καναδικών γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων σημειώνουν μια ανάλογη ετήσια αύξηση, καθιστώντας έτσι τα εγχώρια προϊόντα αρκετά ακριβά για τους καταναλωτές με τις τιμές των εισαγομένων όχι κατά πολύ υψηλότερες.
Αναμένεται ότι η αύξηση των εισαγωγών τυροκοκομικών (λόγω CETA) και ειδικά νέων τυριών, που δεν παράγονται στον Καναδά, όπως είναι τα ευρωπαϊκά Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε., θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης καθώς ο Καναδός καταναλωτής θα εξοικειωθεί περισσότερο με νέες γεύσεις.
Η προσωρινή εφαρμογή της Συμφωνίας CETA ξεκίνησε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017 ενώ η τελική της εφαρμογή θα εξαρτηθεί από το χρονικό σημείο ολοκλήρωσης της διαδικασίας κύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών-μελών Ε.Ε.
Γιαούρτι: Το ελληνικό γιαούρτι (greek yogurt), το οποίο δεν κατατάσσεται στις κατηγορίες των Π.Ο.Π. και Π.Γ.Ε. προϊόντων ώστε να μπορεί να τύχει αντίστοιχης προστασίας, είναι πολύ δημοφιλές στον Καναδά.
Όλες οι εγχώριες βιομηχανίες παράγουν ελληνικό γιαούρτι, σε διάφορες γεύσεις (plain, natural, vanilla, strawberry κ.α.). Οι πιο γνωστές ετικέτες είναι Skotidakis, Liberté, Athentikos Astro (Parmalat), Organic Meadow, Oikos (Danone), Olympic (Agropur) κ.α.
Ο μέσος καταναλωτής γνωρίζει το ελληνικό γιαούρτι περισσότερο ως τύπο γιαουρτιού, με όρους μάρκετινγκ παρά ως μέθοδο και τρόπο επεξεργασίας, όπου, στην πραγματικότητα, ελάχιστα εγχώρια γιαούρτια ανταποκρίνονται.
Λόγω του ισχυρού εγχώριου ανταγωνισμού, του ελέγχου των τιμών παραγωγής και των ποσοτικών ποσοστώσεων η πρόσβαση στην καναδική αγορά γιαουρτιού από ξένες εταιρείες είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Φέτα: Αποτελεί ειδική κατηγορία, καθώς όλες, σχεδόν, οι καναδικές γαλακτοβιομηχανίες παράγουν φέτα/feta. Επίσης, στην καναδική αγορά κυκλοφορούν «Bulgarian Feta» και «Macedonian Feta», εγχώριας παραγωγής, προσπαθώντας, προφανώς, να επωφεληθούν από τη συγκεχυμένη εικόνα που μπορεί να έχει ο μέσος Καναδός καταναλωτής περί «φέτας», έχοντας τη γενική εντύπωση ότι πρόκειται για ένα λευκό τυρί από την Ελλάδα/Βαλκάνια.
Η φέτα είναι εξαιρετικά δημοφιλής στον Καναδά και χάρη στη διάδοση της μεσογειακής δίαιτας και κουζίνας (μέσω εκπομπών μαγειρικής και εκτεταμένη αρθρογραφία στον κλαδικό τύπο) χρησιμοποιείται σε διάφορες συνταγές μαγειρικής και ειδικά στην, επίσης, δημοφιλή «ελληνική σαλάτα».
Στο πλαίσιο της προσωρινής εφαρμογής της Συμφωνίας CETA η φέτα αναγνωρίζεται μεν ως Π.Γ.Ε. και σε περίπτωση παραβίασης και σφετερισμού της ονομασίας «φέτα» υπάρχουν πλήρεις νομικές συνέπειες, καθώς το προϊόν απολαμβάνει πλέον απόλυτης προστασίας, αλλά έχει δοθεί μια πενταετής περίοδος «χάριτος» για τoυς Καναδούς παραγωγούς «φέτας» (πολλοί εξ’ αυτών Ελληνοκαναδοί ομογενείς), με παραγωγή μέχρι και τις 18/10/2013, ώστε να έχουν το δικαίωμα να ονομάζουν το λευκό τυρί που παράγουν «φέτα» σε βάθος πέντε ετών από αυτή την ημερομηνία.
Μετά την πάροδο, όμως, της πενταετίας, που επίκειται, για τους παλιούς παραγωγούς και από την έναρξη της προσωρινής ισχύος εφαρμογής, η αναγραφή στη συσκευασία του ονόματος «φέτα» θα πρέπει, υποχρεωτικά, να συνοδεύεται από τον προσδιορισμό «είδους-kind», «τύπου-type», «στυλ-style», «κατ’ απομίμηση-imitation», ή άλλη συναφή έκφραση, σε συνδυασμό με τη ρητή αναγραφή της γεωγραφικής προέλευσης του συγκεκριμένου προϊόντος, ενώ θα απαγορεύεται και η χρήση ενδείξεων, εικόνων ή συμβόλων που ευθέως παραπέμπουν στην Ελλάδα, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση στον καταναλωτή και να μπορεί να διακρίνει άμεσα το προϊόν Π.Γ.Ε.