Με αφορμή αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη, δυο νέα παιδιά δημιούργησαν ένα δημοτικό τραγούδι Πάσχα δεν πάω στο χωριό
Με αφορμή αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη, δυο νέα παιδιά, ο Μιχάλης και ο Πάνος Μπιστόλας δημιούργησαν ένα δημοτικό τραγούδι
Το Πάσχα πάντα ήταν η μεγάλη Γιορτή της υπαίθρου, της αγροτικής ζωής και της φύσης συνάμα – ποτέ δεν έχασαν αυτή την γενέθλια εικόνα τους και απλώς η αστικοποίηση έκανε την εικόνα της Γιορτής ακόμα πιο επιτακτική, γιατί μπορεί ο αστικός τρόπος ζωής να εξασφάλιζε ένα σταθερό εισόδημα εκείνους τους καιρούς αλλά ταυτόχρονα αμαύρωνε την ίδια τη ζωή αφού οι εργασιακές συνθήκες αλλά και η διαμονή στην Αθήνα και στα άλλα λιγοστά μεγάλα αστικά κέντρα ήταν πολύ αντίξοες και η επιστροφή στο πατρικό σπίτι φάνταζε ως μια προσωρινή υπέρβαση των δυσκολιών τόσο της άγνωστης και αφιλόξενης πόλης όσο και της χωρίς μέλλον μόνιμης ζωής στο χωριό.
Άλλωστε, για τους ίδιους τους κατοίκους του χωριού η επιστροφή των δικών τους παιδιών με τα ωραία ρούχα σήμαινε την οριστική έξοδο από τη φτώχεια και τις λάσπες και δεν πολυκατανοούσαν τις δυσκολίες που μπορεί αχνά – αχνά να έλεγαν τα παιδιά τους γιατί τις θεωρούσαν προσωρινές, το μαύρο βαθύ σκοτάδι πριν το ξημέρωμα. Υπήρχε πάντα ένα νήμα για το «Πάσχα στο χωριό», που συνδεόταν κατά βάση με την ίδια τη γένεση του νεοελληνικού κράτους και την όλη πολιτισμική του εξέλιξη, με πλούσιες παραδόσεις και έθιμα δεκαετιών και δεκαετιών.
Υπάρχει και κάτι άλλο, ένα βαθύ ρίζωμα. Όποιος έχει ζήσει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό δεν μπορεί να κατανοήσει ούτε πολύ περισσότερο να γευθεί το άρωμα του Πάσχα εκτός χωριού και ίσως εκτός του δικού του χωριού. Γιατί είναι μια εικόνα – εικόνισμα της ψυχής και του πιο εσωτερικού πυρήνα του συναισθηματικού του Κόσμου, μια εικόνα – στολίδι όπου η φύση και ο άνθρωπος συνεορτάζουν τη δική τους άνοιξη και ελπίδα. Τα βαριά κρύα και οι πολλές βροχές και κυρίως τα μεγάλα σκοτάδια του χειμώνα στο σκηνικό των φτωχών χαμόσπιτων εγκατέλειπαν άρον – άρον το προσκήνιο της ζωής για να αντικατασταθούν από το φως του ήλιου και της Ανάστασης.
Οι άνθρωποι τότε βέβαια δεν ήθελαν και πολλά – πολλά για να νιώσουν χαρά. Η προσωρινή αναστολή της φτώχειας και η ελπίδα της προόδου που αχνοφαινόταν σ’ όλη την Ελλάδα, το μεγάλωμα της ημέρας και η θαλπωρή των ηλιαχτίνων, το μπουμπούκιασμα των φυτών μέσα από τους χυμούς των ξερόκλαδων του χειμώνα και η ντροπαλή στην αρχή και οργιαστική στη συνέχεια ανθοφορία και πάνω απ’ όλα το ισχυρό θρησκευτικό φρόνημα και η πίστη για την Ανάσταση του Χριστού αλλά και του ανθρώπου ήταν κραταιά σημάδια συλλογικής φαντασίωσης και προσωπικής ονειροπόλησης για ένα φωτεινό μέλλον.
Τα πολλά κεριά στην εκκλησία και η ακτινοβολία των χαρούμενων προσώπων, οι ξενιτεμένοι νέοι του χωριού και οι ξένοι που κουβαλούσαν μαζί τους, οι ψαλμωδίες από όλο το εκκλησίασμα, οι ευχές σε κάθε άνθρωπο – γιατί στο χωριό δεν είναι μόνο όλοι απλά γνωστοί αλλά όλοι μαζί συναποτελούν το μεγάλο κύκλο που ολοκλήρωνε τον στενό κύκλο της οικογένειας. Στο Πάσχα εκείνων των καιρών οι τσακωμένοι για κάποιο λόγο σχεδόν υποχρεωτικά τα έφτιαχναν μεταξύ τους και συνέχιζαν εφεξής να μιλάνε και ίσως να επιζητούσαν το πότε θα έλθει το Πάσχα και γι’ αυτό το λόγο. Ντρέπονταν να πάνε για εξομολόγηση και να αναφέρουν στον παπά ότι «έτσι και έτσι…».
Το «Πάσχα στο χωριό» ήταν όμορφο όχι γιατί κάποιος μπορεί να το νοσταλγεί ως μέρος της οριστικά χαμένης παιδικότητας και νεανικότητας αλλά γιατί ήταν Πάσχα της ψυχής και της βαθιάς επιθυμίας για αγώνα. Δεν είχαμε αλωθεί από την επέλαση του καταναλωτισμού. Δεν είχαμε ισοπεδωθεί από τη λατρεία της σύγχρονης θεότητας, του χρήματος – εδώ στους βωμούς αυτής της λατρείας ηττηθήκαμε κατά κράτος! Θέλαμε να βγούμε από τη φτώχεια αλλά όχι να μεταπέσουμε στην καθυπόταξη της ίδιας της ζωής μας, στον ευδαιμονισμό των υλικών αγαθών.Δεν υπάρχει πια αυτό το Πάσχα! Δεν άλλαξαν μόνο οι καιροί. Αλλάξαμε και εμείς. Χάσαμε την όποια αγνότητα έκρυβε ο στενός ορίζοντας του χωριού. Χάσαμε τη σεμνότητα και την ταπεινότητα, την μετριοπάθεια και την ντροπαλότητα. Τότε όταν ένα παιδί ένιωθε συστολή και σεβασμό για κάθε άνθρωπο, το θαυμάζαμε και το χαιρόμαστε. Τώρα αυτό το παιδί θα συγκέντρωνε την απόρριψη και την ειρωνεία.
Όχι, δεν μπορεί να υπάρξει αυτό το «Πάσχα στο χωριό». Ας αρκεστούμε στης νοσταλγίας τα σημάδια. Ας αναρωτηθούμε γιατί πήραμε τη ζωή μας λάθος. Ας στοχαστούμε ξανά και ξανά. Ποια μπορεί να είναι η δική μας Ανάσταση…
«Πάσχα στο χωριό δε σημαίνει αναγκαστικά άσπρες λαμπάδες, κόκκινα αβγά και σουβλιστό αρνί την εποχή που βγαίνουν οι παπαρούνες. Ούτε και σταυρωτά φιλιά. Παπαρούνες μπορούν ν’ ανθίσουν και τον Γενάρη, φτάνει να το θες. Ο καθένας μπορεί ν’ αναστηθεί, όπου θέλει κι όποτε θέλει. Θα το καταλάβει όταν ασπαστεί τον εαυτό του. Κι επειδή μόνοι μας ερχόμαστε στον κόσμο και μόνοι μας φεύγουμε, ε, πρέπει, αν θέλουμε ν’ αναστηθούμε, να είμαστε κι εκεί μόνοι, ολομόναχοι. Για να μην υπάρχουν μάρτυρες και να μην το πιστεύει κανείς. Έτσι ώστε να είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να πράττουμε για να μας πιστέψουν οι άλλοι κι όχι συνεχώς να μιλάμε».
Α. Σουρούνης, Πάσχα στο χωριό