Ποιοι εργαζόμενοι θα μπουν
«Παράθυρο» για ένταξη στο νέο υπό διαμόρφωση κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης όχι μόνο των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας αλλά και όσων βρίσκονται ήδη εντός αυτής, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, εξετάζει το υπουργείο Εργασίας. Την ίδια δυνατότητα, βάσει των προτάσεων που επεξεργάζονται στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, θα έχουν και ομάδες εργαζόμενων για τις οποίες σήμερα δεν προβλέπεται επικουρική ασφάλιση, κατά κύριο λόγο ελεύθεροι επαγγελματίες και αγρότες.
Τόσο οι ήδη εργαζόμενοι, νέοι σε ηλικία ή σε έτη ασφάλισης, όσο και οι μη μισθωτοί θα μπορούν να ενταχθούν στο νέο σύστημα εθελοντικά. Μεταξύ των σεναρίων που έχουν πέσει στο τραπέζι, βρίσκεται η δυνατότητα εθελοντικής ένταξης για παράδειγμα των νέων σε ηλικία εργαζόμενων, μεταξύ 30-35 ετών ή όσων έχουν 5-10 έτη ασφάλισης.
Στον πυρήνα της κυβερνητικής πρότασης που επεξεργάζεται ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου βρίσκεται ένα νέο, δημόσιο επικουρικό ταμείο, που θα λειτουργεί με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, χωρίς να αποκλείεται, σύμφωνα με πληροφορίες, και η ύπαρξη μιας μίνιμουμ εξασφάλισης του αρχικού κεφαλαίου, υπό την μορφή εγγύησης από το κράτος. Καθώς το σύστημα παραμένει στο πλαίσιο της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, κάλυψη θα υπάρχει άλλωστε, τόσο για τον κίνδυνο θανάτου όσο και αναπηρίας.
Ο πρώτος πυλώνας -η κύρια σύνταξη- θα παραμένει αμιγώς διανεμητικός. Συμπληρωματικά, με…μπούσουλα το σουηδικό μοντέλο τόσο ως προς τη δομή όσο και ως προς τη διαδικασία διαλόγου που ακολουθήθηκε προκειμένου το νέο σύστημα να ψηφιστεί από το 80% του κοινοβουλίου της χώρας, θα δημιουργηθεί για τους νέους εργαζόμενους ένας ατομικός «κουμπαράς», όπου οι επικουρικές τους εισφορές, της τάξης του 6%, θα αθροίζονται, θα τοκίζονται και θα επενδύονται.
Στο τραπέζι της συζήτησης βρίσκεται πρόταση ώστε τη διαχείριση να μπορούν να ασκούν και ιδιώτες, υπό την αιγίδα του δημόσιου επικουρικού φορέα. Οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να επιλέγουν χαρτοφυλάκια διαβαθμισμένου επενδυτικού κινδύνου, που δυνητικά θα αλλάζει με βάση και την ηλικία των ασφαλισμένων (υψηλότερο επενδυτικό ρίσκο για τους νεότερους, χαμηλότερο για τους μεγαλύτερους σε ηλικία). Αρχικά και χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα επένδυσης των κεφαλαίων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με πληροφορίες θα επιδιωχθεί η στήριξη της εγχώριας αγοράς χρήματος και κεφαλαίου.
Μιλώντας χθες στο διαδικτυακό συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, η Ελλάδα Μετά(;) την Πανδημία, ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου, αφού επεσήμανε ότι η Ελλάδα και μετά τις παρεμβάσεις της τελευταίας 10ετίας εξακολουθεί να έχει την υψηλότερη συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ, πέριξ του 16,5%, με τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος να ξεπερνούν το 10% του ΑΕΠ, τάχθηκε υπέρ ενός «νέου κοινωνικού συμβολαίου», με στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των νέων εργαζομένων και χωρίς να θιγούν τα δικαιώματα των παλιών (νυν συνταξιούχων).
Σύμφωνα με τον υφυπουργό, το υφιστάμενο αμιγώς διανεμητικό σύστημα -τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις- δεν ευνοεί τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον «δημογραφικό κίνδυνο» τόσο όσον αφορά τη γήρανση του πληθυσμού όσο και την υπογεννητικότητα ενώ έχει χάσει την εμπιστοσύνη των νέων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στη συζήτηση με τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργό Τάσο Γιαννίτση και τον καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς Μιλτιάδη Νεκτάριο, από το 2000 έως σήμερα, τα 4/5 της συνολικής αύξησης του δημόσιου χρέους παρήχθη από τα ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβερνητική πρόταση για μια νέα δομική μεταρρύθμιση, σύμφωνα με τον υφυπουργό, στηρίζεται σε μια σχέση αλληλοϋποστήριξης μεταξύ κοινωνικής ασφάλισης και παραγωγής.
Ο κ. Τσακλόγλου ανέλυσε τους κεντρικούς άξονες της προωθούμενης κυβερνητικής πρότασης για την εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος με στόχο τη δημιουργία αποταμιεύσεων οι οποίες θα επενδύονται, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης. Η μεταρρύθμιση, σύμφωνα με τον υφυπουργό, θα εισάγει επίσης την έννοια της διαφοροποίησης του κινδύνου, θα οδηγήσει σε υψηλότερες αποδόσεις και κατά συνέπεια υψηλότερες μελλοντικές συντάξεις, ενώ θα αποκαταστήσει και τη χαμένη εμπιστοσύνη των νέων προς το ασφαλιστικό και θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την ανασφάλιστη-αδήλωτη εργασία.
Βάσει των σεναρίων που σε τεχνικό επίπεδο επεξεργάζονται στο υπουργείο Εργασίας, η καθαρή ετήσια απόδοση μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 1,2%-1,3% ετησίως.
Ο κ. Τσακλόγλου παραδέχθηκε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της πρότασης που επεξεργάζεται στο υπουργείο Εργασίας, προκειμένου να τεθεί σε εξαντλητικό διάλογο με τους φορείς και την κοινωνία πριν πάρει τον δρόμο για τη Βουλή, εντός του 2021, είναι το λεγόμενο «κόστος μετάβασης». Το γεγονός δηλαδή ότι μια γενιά θα πρέπει να πληρώσει δύο φορές.
Βάσει των πρώτων υπολογισμών, το κόστος για την πρώτη 10ετία εκτιμάται σε περίπου 1 δισ. ευρώ, χωρίς σε αυτό να υπολογίζονται και οι ήδη ασφαλισμένοι που θα επιλέξουν εθελοντικά το νέο ταμείο. Σωρευτικά, σε επίπεδο 50 ετών, ανάλογα με τις παραδοχές και τις επιμέρους επιλογές που δεν έχουν «κλειδώσει», το κόστος υπολογίζεται μεταξύ 35 και 55 δισ. ευρώ.
Χθες, ο κ. Τσακλόγλου άνοιξε λίγο τα χαρτιά του, επισημαίνοντας ότι αυτό θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί α) από το λεγόμενο «μέρισμα της ανάπτυξης», ήτοι την αύξηση των διαθέσιμων πόρων που θα προκύψει από την αύξηση των επενδύσεων, του ρυθμού ανάπτυξης και του ποσοστού απασχόλησης, β) τον ήδη σχηματισμένο «κουμπαρά» αλληλεγγύης των γενεών - ΑΚΑΓΕ αλλά και γ) από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Στις δυσκολίες του εγχειρήματος επικεντρώθηκε και ο πρώην υπουργός Τάσος Γιαννίτσης, αναφερόμενος χαρακτηριστικά στην άβυσσο που διαχρονικά και διακομματικά χωρίζει ένα αξιόπιστο ασφαλιστικό, από ένα ασφαλιστικό που να είναι πολιτικά αποδεκτό, ενώ ο κ. Νεκτάριος αφού άσκησε κριτική στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση Βρούτση τάχθηκε υπέρ της μερικής κεφαλαιοποίησης του συστήματος, όχι μόνο για τους νέους αλλά και για τους μετά το 1992 ασφαλισμένους, βάσει της πρότασης του Πανεπιστημίου Πειραιά.