Σύμφωνα με τον Moody’s, η κατ’ αρχήν συμφωνία της G7, αν και είναι ένα σημαντικό ορόσημο, έχει ακόμη δρόμο για να οριστικοποιηθεί, καθώς υπάρχουν ακόμη εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν.
H συμφωνία της G7 για τη φορολογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, η οποία ανακοινώθηκε στη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών της ομάδας στις 5 Ιουνίου και επισφραγίστηκε το Σαββατοκύριακο από τους ηγέτες των χωρών της, θα είναι πιστοληπτικά ελαφρά αρνητική για ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Ιρλανδία και την Ολλανδία, σύμφωνα με τον οίκο Moody’s.
Σε ανάλυσή του, ο Moody’s σημειώνει ότι η Ιρλανδία και η Ολλανδία χρησιμοποιούν τη φορολογική πολιτική στο πλαίσιο ευρύτερων στρατηγικών ανταγωνιστικότητάς τους. Προσθέτει, όμως, ότι οι Αρχές των δύο αυτών χωρών ετοιμάζονται για τη μείωση των φορολογικών εσόδων τους, εφόσον καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις για έναν κατώτατο συντελεστή φορολογίας των μεγάλων πολυεθνικών τουλάχιστον 15% και τη φορολόγηση των κερδών τους στις χώρες που δραστηριοποιούνται.
Σημειώνεται ότι οι πολυεθνικές, εδώ και δεκαετίες, μεταφέρουν σε «φορολογικούς παραδείσους» τα κέρδη που έχουν σε άλλες χώρες για να ελαχιστοποιήσουν τους φόρους που πληρώνουν.
Η Ιρλανδία, που έχει συντελεστή φορολογίας 12%, έχει προγραμματίσει μία σταδιακή μείωση των εσόδων της από εταιρική φορολογία κατά 2 δισ. δολάρια (το 0,5% του ΑΕΠ της το 2019) έως το 2025. Τα έσοδά της από την πηγή αυτή ανήλθαν σε 12 δισ. δολάρια το 2020.
Η Ολλανδία, εξ άλλου, έχει εκφράσει τη στήριξη της στο σχέδιο της G7 και προχωρά σε αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας της που θα περιορίζουν το στάτους της ως φορολογικού παραδείσου.
Σύμφωνα με τον Moody’s, η κατ’ αρχήν συμφωνία της G7, αν και είναι ένα σημαντικό ορόσημο, έχει ακόμη δρόμο για να οριστικοποιηθεί, καθώς υπάρχουν ακόμη εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν.
Οι διαπραγματεύσεις θα ξαναρχίσουν στις 30 Ιουνίου και την 1η Ιουλίου για τη φορολογία των κερδών των πολυεθνικών στις χώρες που δημιουργούνται (ο λεγόμενος πρώτος πυλώνας) και τον κατώτατο φορολογικό συντελεστή (δεύτερος πυλώνας).
Οι υπουργοί Οικονομικών της G20 θα συνεδριάσουν στη Βενετία στις 9-10 Ιουλίου και στην ατζέντα της συνόδου θα είναι ο συντελεστής 15%. Μία τελική συμφωνία δεν θα είναι δυνατή πριν τη σύνοδο της G-20 τον Οκτώβριο, αφού ψηφισθεί προηγουμένως η σχετική νομοθεσία από το αμερικανικό Κογκρέσο.
Οσον αφορά τον πρώτο πυλώνα, υπάρχουν αντιρρήσεις από τις ΗΠΑ, αναφέρει ο Moody’s, ενώ αντίθετα μεγάλη είναι η στήριξη από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, τις χώρες που έχουν επιβάλει μονομερώς ψηφιακούς φόρους, καθώς και τον Καναδά, ο οποίος έχει προαναγγείλει την επιβολή ψηφιακού φόρου.
Η στήριξη για τον δεύτερο πυλώνα είναι ευρύτερη, αν και στην περίπτωση αυτή υπάρχει διαφωνία μεταξύ των χωρών της ΕΕ για το ύψος του κατώτατου συντελεστή, με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, να έχει δηλώσει ότι θα επιδιώξει να υπάρξει συμφωνία με συντελεστή υψηλότερο από το 15%.
Ο ΟΟΣΑ είχε υπολογίσει τον Οκτώβριο ότι αλλαγές στην παγκόσμια φορολογία, με βάση τους δύο παραπάνω πυλώνες, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιπλέον φορολογικά έσοδα από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις ύψους 47 – 81 δισ. ευρώ ετησίως (ποσά που αντιστοιχούν στο 1,9% έως 3,2% των παγκόσμιων εσόδων από εταιρική φορολογία).
Η φορολόγηση των μεγάλων πολυεθνικών έχει ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα, η οποία, όπως και οι περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, έχει υψηλές απώλειες εσόδων στον προϋπολογισμό της.
Το ακριβές ύψος των διαφυγόντων εσόδων από τη μη φορολόγηση των επιχειρηματικών κολοσσών δεν είναι γνωστό, αλλά από εκτιμήσεις που έχουν γίνει σε μελέτες και έχουν δημοσιοποιηθεί πρόσφατα από το ΔΝΤ προκύπτει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Από τις μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια προκύπτει ότι η απώλεια της Ελλάδας λόγω μεταφοράς εταιρικών κερδών στο εξωτερικό ανερχόταν από 8% έως 26% των συνολικών εσόδων από τη φορολογία επιχειρήσεων μεταξύ του 2012 και του 2016.
Ποιο ποσό θα μπορεί να ανακτήσει από τις απώλειες αυτές η Ελλάδα θα φανεί, όταν υπάρξει η τελική συμφωνία και είναι γνωστές όλες οι παράμετροί της.