«Θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο διαφόρων “κουφαριών”».
Κλείνουμε την εκκρεμοδικία που υπήρχε για χρόνια με τα οφειλόμενα και τις ασφαλιστικές εισφορές όλων των εργαζομένων στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, ανέφερε ο υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης, υποστηρίζοντας τις δύο τροπολογίες που έχει καταθέσει το νομοσχέδιό που συζητείται και ψηφίζεται σήμερα στην Ολομέλεια.
Ο υπουργός, ανέφερε ότι οι εργαζόμενοι της ΕΒΖ, που έχει τεθεί υπό εκκαθάριση «είναι στα δικαστήρια εναντίον της εταιρείας και του Δημοσίου για τα δεδουλευμένα και την κάλυψη των ασφαλιστικών τους εισφορών» προσθέτοντας πως «αυτά, έχουν υπολογιστεί στο ποσό του 1.441.477 ευρώ και αποφασίσαμε να τα αποπληρώσουμε σε όλους τους εργαζόμενους, και τα χρωστούμενα και τις ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να λήξει και η εκκρεμοδικία και να συνεχίσουν και αυτοί τη ζωή τους αλλά και για να προχωρήσει και η εξυγίανση της ΕΒΖ». Υπογράμμισε πως η συγκεκριμένη ρύθμιση «δεν αποτελεί κρατική παρέμβαση, καθ' όσον η εταιρεία λύεται και άρα δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των αρχών του ανταγωνισμού».
Απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών σχετικά με την εξυγίανση της ΕΒΖ, ο κ. Γεωργιάδης, ανέφερε ότι σήμερα τα περιουσιακά της στοιχεία, με δικαστική απόφαση, έχουν περιέλθει στην Τράπεζα Πειραιώς μέσω του 106Β’ και ορισμένα από αυτά έχουν ενοικιαστεί στη Royal Sugar, το εργοστάσιο Σερρών, το οποίο, όπως ισχυρίζεται ο επενδυτής, τη χρονιά που έρχεται θα παράξει ζάχαρη, ενώ τα πρώτα δύο χρόνια χρησιμοποιούνταν τα τεύτλα για την παραγωγή βιοαερίου. Έχουμε, είπε ο υπουργός «δρόμο ακόμα, για να μπορούμε να αναστήσουμε τη βιομηχανία ζάχαρης εν γένει -όχι την ΕΒΖ, εννοώ σαν κλάδο- στην Ελλάδα για πολλούς και διάφορους λόγους».
Ο υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων εστίασε και στις διατάξεις της τροπολογίας που αφορούν τη «χορήγηση προθεσμίας υλοποίησης επενδυτικών σχεδίων» λέγοντας πως αυτό που θέλουμε να αντιμετωπίσουμε είναι το φαινόμενο διαφόρων “κουφαριών”, που έχουν μείνει στην επικράτεια από προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους, από επενδυτικά έργα που ξεκίνησαν αλλά σταμάτησαν είτε γιατί χρεοκόπησε ο ιδιοκτήτης ή γιατί δεν μπορούσε να υλοποιήσει την επένδυση. Αυτό, τόνισε ο υπουργός, που υλοποιούμε είναι ότι αν μία επένδυση έχει ολοκληρωθεί τουλάχιστον κατά 25% και ένας νέος ενδιαφερόμενος επενδυτής υποβάλει σχέδιο και εγγύηση για το ποσό που χρωστάει στο Δημόσιο η συγκεκριμένη επένδυση, του δίνουμε το περιθώριο τριών χρόνων να υλοποιήσει την επένδυση και εφόσον ξεκινήσει η επένδυση και λειτουργεί να αποπληρώσει κανονικά το χρέος στο Δημόσιο. Δίνουμε, δηλαδή, είπε ο υπουργός, «μία ευκαιρία σε ενδιαφερόμενους επενδυτές να αναβιώσουνε επενδύσεις που έχουν μείνει νεκρές για πάρα πολλά χρόνια και ελπίζουμε ότι θα βρούμε τέτοιου είδους ενδιαφερόμενους επενδυτές».