Ασύλληπτη καταστροφή.
Έως το μεσημέρι της Κυριακής 8/8 είχαν καεί περίπου 460.000 στρέμματα στην Εύβοια, 80.000 στρέμματα στην Αττική και 110.000 στρέμματα στη Λακωνία, ανεβάζοντας το σύνολο των καμένων εκτάσεων τουλάχιστον στα 650.000 στρέμματα.
Με δεδομένο ότι οι πυρκαγιές στην Εύβοια συνεχίζουν να καίνε, αυτή η εκτίμηση είναι πολύ πιθανό να μεταβληθεί τις επόμενες ημέρες, σύμφωνα με το meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ).
Περίπου στις 12:20 της Κυριακής ο ευρωπαϊκός περιβαλλοντικός δορυφόρος Sentinel-2 κατέγραψε εικόνες υψηλής ανάλυσης από τις καμένες περιοχές σε Εύβοια, Αττική και Λακωνία, βοηθούμενος από τις ανέφελες συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα. Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών/meteo.gr επεξεργάστηκε αυτές τις εικόνες, ώστε να εκτιμήσει το μέγεθος των καμένων εκτάσεων και κατέληξε στις παραπάνω εκτιμήσεις.
Από την άλλη πλευρά, η χαρτογράφηση από την επιχειρησιακή μονάδα BEYOND του ΕΑΑ της καμένης έκτασης με βάση την εικόνα του ευρωπαϊκού δορυφόρου Sentinel-2, η οποία ελήφθη χθες στις 12:20, οδήγησε στην εκτίμηση ότι η καμένη έκταση στην Αττική υπολογίζεται σε 6.747 εκτάρια (περίπου 68.000 στρέμματα), κάπως μικρότερη από την εκτίμηση του meteo για 80.000 στρέμματα.
Σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις του Πληροφοριακού Συστήματος για τις Δασικές Πυρκαγιές στην Ευρώπη (European Forest Fire Information System - EFFIS), στην Εύβοια περίπου το 38% των καμένων περιοχών είναι δασικές εκτάσεις και το 24% άλλες φυσικές εκτάσεις, στην Αττική το ποσοστό των δασικών εκτάσεων ανέρχεται σε 37% περίπου και των λοιπών φυσικών εκτάσεων σε περίπου 34%, ενώ στη Λακωνία το 7% ήταν δασικές εκτάσεις και το 55% άλλες φυσικές εκτάσεις.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ΕΑΑ, τα επίπεδα των επιβλαβών αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 (λεπτά εισπνεόμενα σωματίδια, με διάμετρο περί τα 2,5 μικρόμετρα και μικρότερα) επανήλθαν σε φυσιολογικά χαμηλά επίπεδα στη Δυτική Ελλάδα (Πάτρα, Ναύπακτος κ.ά.), καθώς και στη Μεσσηνία, ενώ στο Λεκανοπέδιο Αττικής, όπου από χθες είχαν βελτιωθεί σημαντικά, συνεχίζουν και σήμερα στις περισσότερες περιοχές να είναι σε χαμηλά (κάτω των 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα) ή σε ικανοποιητικά επίπεδα (10-20 μg/m3), ενώ σε μερικές βρίσκονται σε μέτρια επίπεδα (20-25 μg/m3).