Τα ήπιο και τα δυσμενή σενάρια.
Υπέρ της λήψης στοχευμένων και όχι οριζόντιων μέτρων για την στήριξη της κοινωνίας, τάχθηκε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού Φραγκίσκος Κουτεντάκης, κατά την διάρκεια παρουσίασης της Έκθεσης για την πορεία της οικονομίας το 4ο τρίμηνο του 2021.
Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ότι δεν θα πρέπει να είναι βασική επιδίωξη τα οριζόντια μέτρα ειδικά στο θέμα των καυσίμων και αυτό διότι, όπως σημείωσε θα ευνοούνταν άνθρωποι που δεν το έχουν ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνεται σημαντικά ο προϋπολογισμός, χωρίς να είναι σίγουρο ότι τα μέτρα θα φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για την κοινωνία.
Ανέφερε επίσης ότι μεγαλύτερη αναγκαιότητα προκύπτει για μέτρα στήριξης αναφορικά με το ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θέρμανσης και έπονται τα καύσιμα.
Βουτιά για την ανάπτυξη - Άλμα για τον πληθωρισμό
Τρία σενάρια για το μείγμα ανάπτυξης και πληθωρισμού έχει καταρτίσει το Γραφείο Προϋποπολογισμού της Βουλής, αναφορικά με τη φετινή χρονιά, κάτι το οποίο ενέχει μια σειρά αβεβαιοτήτων, οι οποίες εκπορεύονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με την παρουσίαση σχετικής έκθεσης, την οποία πραγματοποίησε ο επικεφαλής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης, το βασικό σενάριο προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα ανέλθει στο 6,99% το 2022 και η ανάπτυξη στο 3,58%. Ωστόσο, βάσει του ήπιου σεναρίου η ανάπτυξη θα φτάσει στο 2,75% και πληθωρισμός στο 7,43%, ενώ στο ακραίο σενάριο η ανάπτυξη αγγίζει το 2,21% και 11,01% πληθωρισμό, καθότι έχουν μετρηθεί οι δυνητικές διαταραχές, εξαιτίας του πολέμου.
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις από τον πόλεμο σημειώνεται ότι «αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες. Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ».
Τονίζεται επίσης ότι «με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος. Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ' επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις».
Οι 9 «διαταραχές» της οικονομίας
Προκειμένου να εξεταστούν οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου εισήχθησαν στο υπόδειγμα οι ακόλουθες διαταραχές:
1) μια αύξηση του ασφάλιστρου κινδύνου για τα ιδιωτικά επιτόκια, η οποία αντιπροσωπεύει την αύξηση της αβεβαιότητας και την χειροτέρευση του κλίματος εμπιστοσύνης,
2) μια αύξηση των προσφυγικών ροών,
3) μια αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης στις ευρωπαϊκές χώρες ώστε να ανταποκριθούν στις προσφυγικές ροές από την Ουκρανία, να λάβουν μέτρα ενίσχυσης της άμυνάς τους και να στηρίξουν τις οικονομίες τους,
4) μια υποχώρηση των εμπορικών ροών μεταξύ των χωρών της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας και της Ουκρανίας,
5) μια υποτίμηση στο ρούβλι,
6) μια άνοδος στις διεθνείς τιμές των τροφίμων,
7) μια άνοδος στις διεθνείς τιμές του φυσικού αερίου,
8) μια άνοδος της τιμής του αργού πετρελαίου,
9) μια αύξηση του επιτοκίου των ελληνικών κρατικών ομολόγων (ως απόρροια της αυξημένης αποστροφής κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές για επενδύσεις σε χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ως προς ΑΕΠ).
Στο σύνολο των εννιά διαταραχών που υποθέτουμε, οι πέντε είναι κοινές και στα δύο σενάρια ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις, που θεωρούμε κρισιμότερες, διαφοροποιούνται μεταξύ του ήπιου και του δυσμενούς σεναρίου και καταλήγουν σε διαφορετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και πληθωρισμού. Οι οχτώ πρώτες διαταραχές επηρεάζουν συνολικά την παγκόσμια ή την ευρωπαϊκή οικονομία, ενώ η τελευταία αφορά μόνο την Ελλάδα.
Οι ανωτέρω προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, ενώ παράλληλα υποθέτουμε ότι δεν θα υλοποιηθεί κάποια σημαντική εγχώρια δημοσιονομική επέκταση. Προφανώς, μια πιο περιοριστική νομισματική πολιτική θα οδηγούσε σε χαμηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη, ενώ μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα ενίσχυε τον ρυθμό ανάπτυξης αλλά θα επιβάρυνε περισσότερο το δημόσιο χρέος. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι δεν έχουν εξετασθεί ακραία σενάρια όπως διακοπές λειτουργίας παραγωγικών μονάδων, ή ελλείψεις στις αγορές εμπορευμάτων καθώς οι οικονομικές τους επιπτώσεις δεν μπορούν να υπολογιστούν.