Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία ένας φόβος υπήρχε στην ελληνική κοινωνία. Μην τυχόν και έρθουμε αντιμέτωποι με άδεια ράφια. Μην υπάρξουν, δηλαδή, ελλείψεις τροφίμων στη χώρα μας.
Έπρεπε να έρθει άλλη μία μεγάλη κρίση προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε πόσο εξαρτημένη είναι η χώρα μας από εισαγόμενα προϊόντα διατροφής. Και όμως, το κλίμα, το έδαφος, τα μέσα υπάρχουν για να έχουμε, όπως λένε οι ειδικοί, καταπληκτικά, ζηλευτά και κυρίως αρκετά προϊόντα.
Ας δούμε όμως τι εισάγουμε: Σχεδόν τα πάντα από αυτά που αποκαλούνται βασικά, ήτοι:
● μαλακό στάρι (κατά 80%), που είναι η πρώτη ύλη για το ψωμί,
● χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας (κατά 65% και 80% αντίστοιχα),
● κοτόπουλα (κατά 50%),
● γαλακτοκομικά (εισάγουμε σχεδόν τόσο αγελαδινό γάλα όσο παράγουμε),
● κίτρινα τυριά,
●ζωοτροφές, όπως σόγια και καλαμπόκι,
● λαχανικά, πατάτες, ξηρούς καρπούς.
«Ελλειμματική» είναι η παραγωγή μας στο κριθάρι, τα λεμόνια, τα όσπρια (φασόλια, ρεβίθια, φακές), τη ζάχαρη.
Πολύ υψηλό κόστος παραγωγής
Γιατί όμως να εισάγουμε κρεμμύδια από την Τουρκία ή λεμόνια από το Ισραήλ και να μην τα παράγουμε στη χώρα μας; Έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου έδειξε ότι η βασική αιτία είναι ότι είμαστε η πιο ακριβή χώρα της Μεσογείου, δηλαδή με πολύ υψηλό κόστος παραγωγής: ακριβό μεροκάματο, ακριβά γεωργικά εφόδια κ.λπ.
Για να έχουμε ένα λογικό κέρδος, θα πρέπει να πουλήσουμε στη διπλάσια τιμή – και παραπάνω ακόμα – τα προϊόντα μας. Είναι δυνατόν; Όχι.
Έχουμε την ατυχία όλες οι χώρες της Μεσογείου – και πιο πέρα ακόμη – να εμφανίζουν τεράστιες διαφορές στο κόστος παραγωγής των προϊόντων με αποτέλεσμα να… πνίγουν κυριολεκτικά την εγχώρια παραγωγή και αγορά! Για παράδειγμα, αν ο Έλληνας παραγωγός δώσει το λάδι του 2 ευρώ το κιλό, δεν βγαίνει, βάζει και από την τσέπη του, ενώ ο Τυνήσιος, ο Αιγύπτιος κ.λπ. στα 2 ευρώ είναι ευτυχής!
Εντυπωσιακά στοιχεία
Τα αναλυτικά στοιχεία για μερικά από τα πιο σημαντικά είδη διατροφής είναι εντυπωσιακά:
1. Σε ό,τι έχει να κάνει με τα λεμόνια, το 2020 σε επίπεδο χώρας εισαγάγαμε:
● από την Αργεντινή 15.663.352 κιλά με αξία 13.208.437 ευρώ,
● από την Τουρκία 6.611.161 κιλά με αξία 4.108.466 ευρώ),
● από την Ιταλία 5.687.918 κιλά με αξία 3.320.456 ευρώ), ενώ ακολουθούν η Γερμανία (574.226 κιλά), οι Κάτω Χώρες (437.435 κιλά), η Ισπανία (630.315 κιλά), η Ουρουγουάη (618.520 κιλά), η Νότια Αφρική (634.562 κιλά) και η Κύπρος (215.833 κιλά).
Η τελευταία χώρα στον κατάλογο με τις εισαγωγές της Ελλάδας σε λεμόνια είναι η Αλβανία, από την οποία εισάγουμε 3.591 κιλά.
Όσον αφορά τις περσινές εισαγωγές μας σε λεμόνια (πρώτο εξάμηνο), την πρωτιά κρατούν οι ίδιες χώρες: Αργεντινή (7.455.970 κιλά με αξία 5.037.530 ευρώ), Ιταλία (2.779.754 κιλά με αξία 1.252.734 ευρώ) και Τουρκία (2.277.452 κιλά με αξία 1.222.463 ευρώ). Συνολικά το πρώτο εξάμηνο του 2021 η χώρα μας εισήγαγε 14.462.446 κιλά με αξία 8.927.484 ευρώ.
2. Μεγάλες όμως είναι οι εισαγωγές της Ελλάδας και σε νωπά μήλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Πιο αναλυτικά, το 2020 η Ελλάδα εισήγαγε 18.204.993 κιλά με αξία 15.352.017 ευρώ από χώρες όπως
● η Χιλή (6.235.900 κιλά με αξία 4.988.425 ευρώ),
● η Ιταλία (6.144.331 κιλά με αξία 4.813.226 ευρώ),
● η Γερμανία (4.545.520 κιλά με αξία 4.423.446 ευρώ).
Τελευταίες χώρες στη λίστα των ελληνικών εισαγωγών σε μήλα είναι η Ρωσία (9.980 κιλά με αξία 3.493 ευρώ) και η Κύπρος (5.040 κιλά με αξία 4.788 ευρώ).
Γάλα ούτε για «ζήτω»
3. Όσον αφορά το γάλα, οι αριθμοί δείχνουν ότι η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος δεν φτάνει ούτε για «ζήτω» με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια. Άρα, το εύλογο ερώτημα είναι αν όλο αυτό το γάλα που λανσάρεται ως ελληνικό είναι πράγματι ελληνικό. Κι αν δεν είναι, τότε γιατί φέρνει το ελληνικό σήμα και, επομένως, πού είναι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να κάνουν τον ρόλο τους πράξη…
Σύμφωνα λοιπόν με τελευταία στοιχεία, η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος φθάνει τους 600.000 τόνους περίπου. Από αυτούς οι 330.000 τόνοι γίνονται φρέσκο παστεριωμένο γάλα, οι 70.000 τόνοι γάλα υψηλής παστερίωσης και οι 200.000 τόνοι λευκά τυριά.
Από την άλλη, οι ανάγκες της εσωτερικής αγοράς σε γάλα και σε μεταποιημένα προϊόντα ανέρχονται σε 1,5 εκατ. τόνους (πριν από την κρίση οι ανάγκες ανέρχονταν σε 1,8 εκατ. τόνους). Με βάση λοιπόν τα παραπάνω αποτελεί ερώτημα η προέλευση 900.000 τόνων και το πού ακριβώς χρησιμοποιείται αυτή η ποσότητα.
«Κρα» για ζάχαρη
Η ζάχαρη αποτελεί άλλο ένα κραυγαλέο παράδειγμα: Στην Ελλάδα τόσο οι καλλιεργούμενες εκτάσεις όσο και ο αριθμός των τευτλοπαραγωγών βαίνουν διαρκώς μειούμενα εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, όταν προχώρησε η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και τέθηκε η ποσόστωση στην παραγωγή των κρατών – μελών της Ε.Ε. (158.702 τόνοι στην περίπτωση της χώρας μας).
Συγκεκριμένα, από 409.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και 20.336 τευτλοπαραγωγούς το 2002, η Ελλάδα έφτασε να καλλιεργεί πέρυσι μόλις 57.911 στρέμματα και να έχει μόνο 2.133 παραγωγούς. Αποτέλεσμα: Η Ελλάδα μόνο το 2020 πραγματοποίησε εισαγωγές 334,2 τόνων ζάχαρης, η οποία προήλθε κυρίως από τη Σερβία, το Βέλγιο, τη Γερμανία και τον Μαυρίκιο.
Πηγή: topontiki.gr