Μπορούν οι μεγάλες κρίσεις (οικονομικές, κοινωνικές, πολεμικές κ.α) να αφυπνίσουν τους καταναλωτές ώστε να αναζητήσουν τρόπους για την αντιμετώπισή τους στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή; Και όμως μπορούν!
Όπως εξηγεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γεώργιος Μπάλτας, καθηγητής του Τμήματος Μάρκετινγκ & Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής Μεταπτυχιακών Σπουδών «η επίδραση των μεγάλων κρίσεων στις στάσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων εμφανίζεται αμεσότερα και σαφέστερα στον κόσμο της οικονομίας, όπου οι εξελίξεις είναι γρήγορες και μετρήσιμες στα μεγέθη των αγορών».
Μία τέτοια εξέλιξη στην ελληνική αγορά είναι, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, η στροφή του ενδιαφέροντος των καταναλωτών στην εγχώρια παραγωγή, δηλαδή σε προϊόντα που παράγονται και κατασκευάζονται στην Ελλάδα (Made in Greece) και φέρουν εγχώριες ή διεθνείς επωνυμίες (μάρκες).
«Η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα διαδοχικών κρίσεων με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες» όπως αναφέρει.
Κρίσεις στην ελληνικά αγορά και συνέπειες
Η μεγάλη κρίση χρέους στην Ελλάδα ξέσπασε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Μέσα στην περιδίνηση της μεγάλης κρίσης οι καταναλωτές αφυπνίστηκαν και αντιλήφθηκαν την κρισιμότητα της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.
«Η συνεχής ενημέρωση της κοινής γνώμης για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας καταδεικνύει τον ρόλο της εγχώριας παραγωγής και την ανάγκη για ένα υγιές εξωτερικό ισοζύγιο. Η μεγάλη κρίση χρέους αποκαλύπτει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα και το παράγωγό του, το δημόσιο χρέος, έχουν ρίζα στο παραγωγικό έλλειμμα της οικονομίας», σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα.
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται κατανοητό ότι η κρίση ήρθε μετά από μία μακρά περίοδο που η συμμετοχή της παραγωγής στο ΑΕΠ και στην απασχόληση μειωνόταν σταθερά. Η κατανάλωση αυξανόταν δυσανάλογα προς τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, χρηματοδοτούμενη από εξωτερικό δανεισμό και καλυπτόμενη με εισαγωγές, οι οποίες επεκτάθηκαν ακόμα και σε κλάδους που υπήρχε αξιόλογη εγχώρια παραγωγή και την υποκατέστησαν σε μεγάλο βαθμό.
Το εξωτερικό ισοζύγιο ήταν μόνιμα ελλειμματικό, ενώ το κράτος δημιουργούσε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που συσσώρευαν συνεχώς περισσότερο χρέος.
Οι καταναλωτές τότε επανασυνδέθηκαν με την ελληνική παραγωγή και εμφανίστηκε σταδιακά ένα καταναλωτικό κίνημα για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, τον περιορισμό του εμπορικού ελλείμματος και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, εμφανίστηκε η πανδημία και συντάραξε την παγκόσμια οικονομία. Η πανδημία, μεταξύ πολλών άλλων επιπτώσεων, προκάλεσε τεράστια προβλήματα και δυσλειτουργίες στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα.
Όπως εξηγεί ο κ. Μπάλτας, οι καταναλωτές αλλά και οι αρχές διαπίστωσαν την ανάγκη για μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή και μικρότερη εξάρτηση από αβέβαιες πηγές εφοδιασμού. Σε διεθνές επίπεδο, αναζητήθηκε η χωρική προσέγγιση της παραγωγής στην κατανάλωση, δηλαδή η παραγωγή περισσότερων προϊόντων στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που θα καταναλώνονταν. Οι εξελίξεις αυτές ενίσχυσαν την ήδη υφιστάμενη προτίμηση των καταναλωτών για εγχώρια και τοπική παραγωγή.
Στις αρχές του τρέχοντος έτους ξέσπασε η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση με μεγάλη ένταση Η νέα αυτή κρίση τροφοδοτήθηκε από τον πόλεμο, τις γεωπολιτικές εντάσεις, τα εμπάργκο, το αυξημένο κόστος των διεθνών μεταφορών και των πρώτων υλών.
«Έφερε σοβαρές ελλείψεις σε προϊόντα και υλικά, νέα προβλήματα στα διεθνή δίκτυα διανομής και μεγάλες ανατιμήσεις. Η ελληνική κοινωνία βρέθηκε ξανά αντιμέτωπη με την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής, ειδικά σε κρίσιμους κλάδους» επισημαίνει ο καθηγητής του ΟΠΑ και προσθέτει ότι «η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής είναι συνετή επιλογή σε μία ταραγμένη περίοδο όπου οι εισαγωγές σημαντικών αγαθών δεν είναι αρκετά αξιόπιστες και εξασφαλισμένες».
Η ελληνική παραγωγή κερδίζει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών
Στα ερευνητικά δεδομένα, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, η αυξανόμενη προτίμηση των καταναλωτών στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής άρχισε να διαφαίνεται στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ειδικά στις ετήσιες έρευνες καταναλωτικής συμπεριφοράς που διεξάγονται στο Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεχίστηκε διαχρονικά έκτοτε.
Σήμερα, έχει διαμορφωθεί ένα καταναλωτικό κίνημα που εκφράζει τη συνειδητή προσπάθεια των καταναλωτών για διατήρηση των θέσεων εργασίας και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Για παράδειγμα, στην τελευταία ετήσια έρευνα, το 84,6% των ερωτηθέντων απάντησε ότι όταν βρίσκει στο σούπερ μάρκετ ελληνικά προϊόντα τα προτιμά από τα εισαγωγής, σημειώνοντας σημαντική αύξηση από 78% που ήταν στην περυσινή έρευνα.
Διευκρινίζεται ότι η ερώτηση αυτή αφορά την πρόθεση του καταναλωτή και φυσικά δεν ταυτίζεται με την τελική επιλογή του που επηρεάζεται από πολλαπλούς παράγοντες (διαθεσιμότητα, προσφορές, κτλ).
Στην ίδια έρευνα, το 73,7% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι υπάρχει στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Το 90,9% δηλώνει ότι θέλουν να αναγράφεται στη συσκευασία ότι ένα προϊόν είναι ελληνικής παραγωγής. Ποσοστό 75,7% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι τα ελληνικά προϊόντα έχουν καλύτερη ασφάλεια και ποιότητα. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 62% που ήταν πέρυσι δείχνοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην ελληνική παραγωγή.
Το 88,7% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα στηρίζει την παραγωγή της χώρας και ποσοστό 80,8% πιστεύει ότι προτιμώντας ελληνικά προϊόντα βοηθά στη μείωση της ανεργίας. Διακρίνεται η ορθολογική αντιμετώπιση του θέματος και η κατανόηση της σημασίας που έχει η στήριξη των εγχώριων προϊόντων για τη στήριξη της παραγωγής και των εργαζομένων.
Την ίδια στιγμή, η κατανάλωση εγχώριων και τοπικών προϊόντων αποτελεί και οικολογική επιλογή, καθώς προκαλεί πολύ μικρότερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος, ελαχιστοποιώντας τις μεταφορές, τις αποθηκεύσεις και γενικότερα τις επιβαρύνσεις που προκαλεί η εφοδιαστική αλυσίδα.
Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Μπάλτα, οδηγεί περισσότερους καταναλωτές στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες να στρέφονται σε προϊόντα που παράγονται πλησιέστερα σε αυτούς. Το ίδιο κάνουν και επιχειρήσεις στον τομέα των προμηθειών εφαρμόζοντας μία γνήσια οικολογική στρατηγική χωρίς στοιχεία προσποίησης που δυστυχώς εντοπίζονται σε κάποιες άλλες περιπτώσεις.
«Όμως δεν θα αρκούσε η αφύπνιση των καταναλωτών για στήριξη της παραγωγικής βάσης, αν τα εγχώρια προϊόντα δεν ήταν ελκυστικά» τονίζει ο κ. Μπάλτας και συμπληρώνει: «οι καταναλωτές τα προτιμούν επίσης για την υψηλή ποιότητα, την ασφάλεια και την ανταγωνιστική σχέση τιμής και αξίας.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει αναγκαστικά κυριαρχία της ελληνικής παραγωγής στα μερίδια αγοράς, καθώς αυτά καθορίζονται από πολλούς παράγοντες, όπως η ανταγωνιστική δομή στις κατηγορίες προϊόντων και η διαθεσιμότητα στα σημεία λιανικής πώλησης».
Σημειώνει τέλος, ότι οι επιχειρήσεις δίνουν σήμερα έμφαση στον παράγοντα «Made in Greece» και προβάλουν το γεγονός ότι τα προϊόντα τους είναι ελληνικής παραγωγής, καθώς αυτό έγινε σημαντικό αγοραστικό κριτήριο για τους καταναλωτές.
Το παραπάνω φαινόμενο είναι γενικότερα γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία ως επίδραση της χωράς προέλευσης (country of origin effect) στην αξιολόγηση ενός προϊόντος από τον καταναλωτή. Είναι ευνόητο ότι η επίδραση αυτή είναι ετερογενής και καταρχήν εξαρτάται από τη χώρα προέλευσης, το προϊόν και τον καταναλωτή.