Επιβίωση της τσιπούρας και της γλιστρίδας σε συνδυασμένη καλλιέργεια σε κλειστό σύστημα κυκλοφορία νερού, ένα ενυδρειοπονικό σύστημα υφάλμυρου νερού.
Εφικτή και με θετικά αποτελέσματα είναι η συνδυασμένη καλλιέργεια της γλιστρίδας και της τσιπούρας σε υφάλμηρο σύστημα ενυδρειοπονίας, μερικά από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματά της οποίας είναι η περιορισμένη απαίτηση και κατανάλωση του νερού, η μειωμένη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων και η αποφυγή ασθενειών στις συγκεκριμένες δεξαμενές.
Αυτό καταδεικνύει μελέτη των Ιωάννη Ιωαννίδη, Χαριτίνης Τσαντήλα, Ευσταθίας Πατσέα, Ελένης Μεντέ και Νικόλαου Βλάχου, από το τμήμα Ζωικής Παραγωγής, Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών της Σχολής Γεωπονικών Επιστημών Πανεπιστήμιο Πατρών στο Μεσολόγγι και το τμήμα Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ΑΠΘ). Η εργασία παρουσιάστηκε στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Υδροτεχνικής Ένωσης, που έγινε στη Θεσσαλονίκη, με τίτλο «Άριστον μεν ύδωρ».
Tα αποτελέσματα της πειραματικής διαδικασίας
Στην εργασία μελετήθηκε για πρώτη φορά η επίδραση τριών διαφορετικών επιπέδων διατροφής στην ανάπτυξη και επιβίωση της τσιπούρας και της γλιστρίδας σε συνδυασμένη καλλιέργεια σε κλειστό σύστημα κυκλοφορία νερού, ένα ενυδρειοπονικό σύστημα υφάλμυρου νερού.
Τα αποτελέσματα του πειράματος, που έγινε στο πλαίσιο της εργασίας, έδειξαν ότι η τσιπούρα αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε υφάλμυρο σύστημα ενυδρειοπονίας, εμφανίζοντας μάλιστα καλύτερη ανάπτυξη στη μεταχείριση που χορηγείται τροφή 5% και 7% ζ.β/d. Ικανοποιητική ανάπτυξη εμφάνισε και η γλιστρίδα στο υφάλμυρο σύστημα ενυδρειοπονίας και αυξημένη επιβίωση, όταν καλλιεργείται σε υφάλμυρο νερό αλατότητας πέντε ppt.
Η γλιστρίδα (Portulaca oleracea), όπως αναφέρεται στην εργασία, περιλαμβάνεται στα φυλλώδη λαχανικά και είναι ευρέως διαδεδομένη στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά στοιχεία, πρωτεΐνες, με αυξημένες συγκεντρώσεις β-καροτένιου, ασκορβικού οξέος και α-λινολενικού οξέος.
Η τσιπούρα συμπεριλαμβάνεται στα εμπορικά είδη της Μεσογειακής υδατοκαλλιέργειας με αυξημένη θρεπτική και διατροφική αξία. Η οικοφυσικολογική απόκρισή της στις μεταβολές της αλατότητας και της θερμοκρασίας, τη συγκαταλέγουν σε ένα από τα υποψήφια είδη της υφάλμυρης-θαλασσινής ενυδρειοπονίας.
Υλικά και μέθοδοι που αποδεικνύουν ότι το πείραμα πέτυχε
Το πείραμα διεξήχθη στις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου των ενυδρείων, του τμήματος Ζωικής Παραγωγής, Αλιείας και Υδατοκαλλιεργειών του Πανεπιστημίου Πατρών στο Μεσολόγγι. Τα ιχθύδια τσιπούρας μεταφέρθηκαν από τοπικό ιχθυογεννητικό σταθμό (ΝΗΡΕΑΣ-ΑΕ) και τα φυτικά άτομα καλλιεργήθηκαν στο εργαστήριο του τμήματος Φυτικής Παραγωγής του Πανεπιστημίου Πατρών.
Όπως εξηγείται στην εργασία, με την άφιξη των ιχθύων στο εργαστήριο οι τσιπούρες τοποθετήθηκαν σε ήδη ρυθμισμένο ενυδρείο, όγκου 400 L, με αλατότητα 30 ppt για 10 ημέρες. Στη συνέχεια, η αλατότητα μειωνόταν κατά πέντε ppt/εβδομαδιαίως, για ομαλή προσαρμογή των ιχθύων, μέχρι να φτάσει στο πέντε ppt, που ήταν και η ζητούμενη αλατότητα του πειράματος.
Την ίδια στιγμή, τα φυτικά άτομα της γλιστρίδας προσαρμόστηκαν και εγκλιματίστηκαν στις πειραματικές συνθήκες, οπότε ποτίζονταν μια φορά την εβδομάδα με νερό αλατότητας ένα ppt, η οποία αυξάνονταν κατά μια μονάδα, μέχρι να φθάσει στο πέντε ppt. Συνολικά η προσαρμογή και ο εγκλιματισμός στις συνθήκες αλατότητας διήρκησε 30 ημέρες.
Τα επίπεδα διατροφής επιλέχθηκαν με κριτήριο την ανίχνευση του επιπέδου διατροφής που θα οδηγήσει στην καλύτερη δυνατή ανάπτυξη των ψαριών, στο καλύτερο ρυθμό παραγωγής αμμωνίας για τα φυτά και στην καλύτερη κατανάλωση τροφής. «Ως εκ τούτου το επίπεδο διατροφής 5% ζ.β επιλέχθηκε ως μια μέση τιμή που επιφέρει ικανοποιητική ανάπτυξη στις τσιπούρες (Vlahos et al. 2019) ενώ, τα επίπεδα διατροφής 7% ζ.β και 2% ζ.β αντίστοιχα, επιλέχθηκαν ως μια μέγιστη και ελάχιστη τιμή», τονίζεται.
Πάνω από κάθε ενυδρειοπονικό σύστημα τοποθετήθηκαν ειδικοί λαμπτήρες έντασης 408 watt, με σκοπό να εξασφαλιστεί η ημερήσια έκθεση των φυτών στο φως. Η φωτοπερίοδος κατά τη διάρκεια του πειράματος, όπως επισημαίνεται, ρυθμίστηκε να προσομοιάζει αυτή του φθινοπώρου, κατά τις ώρες 08.00-16:00, πράγμα που επιτεύχθηκε με ειδικό χρονοδιακόπτη.
Τα ψάρια ταΐζονταν δύο φορές την ημέρα, στις 9 το πρωί και στις 3 το μεσημέρι,έξι φορές την εβδομάδα και την Κυριακή διατηρούνταν σε ασιτία για αποσυμφόρηση των συστημάτων και διαχείριση της τροφής που γίνονταν σταδιακά και με το χέρι και με στόχο να ελέγχονται καθημερινά τα υπολείμματα της τροφής και η κατανάλωσή της από τα ψάρια.