Το προϊόν παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση, κυρίως από αγορές του εξωτερικού.
Όλο και περισσότεροι αγρότες στρέφονται την τελευταία δεκαετία σε δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως η καρυδιά, προκειμένου να αυξήσουν το εισόδημά τους, αλλά και να περιορίσουν τα έξοδά τους. Άλλωστε είναι μια καλλιέργεια ιδιαίτερα αποδοτική σε σχέση με το κόστος εγκατάστασης, ενώ το προϊόν παρουσιάζει ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση, κυρίως από αγορές του εξωτερικού.
Σε πρώτη φάση βέβαια, οι παραγωγοί θα πρέπει να κάνουν υπομονή, καθώς από τη στιγμή της φύτευσης πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 5 χρόνια προκειμένου το δέντρο να αρχίσει να δίνει καρπούς, ενώ το peak της παραγωγής θα έρθει στα 7-8 χρόνια. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η στρεμματική παραγωγή κινείται στα 400-600 κιλά μετά το 8ο έτος.
Σχετικά με τα έξοδα, η τιμή αγοράς κάθε δενδρυλλίου κυμαίνεται από 15-30 ευρώ, ενώ το κόστος για την πρώτη εγκατάσταση ανέρχεται στα 400-600 ευρώ το στρέμμα. Οι ανάγκες λίπανσης δε, ενώ μέχρι πρότινος ήταν στα 40-50 ευρώ ανά στρέμμα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ξεπερνούν τα 100 ευρώ. Σημαντική επιβάρυνση για τους παραγωγούς καρυδιών θεωρούνται τα εργατικά και ο μηχανολογικός εξοπλισμός κατά την περίοδο συγκομιδής του προϊόντος.
Σε ό,τι αφορά τις ποικιλίες που επιλέγουν οι Έλληνες είναι οι Καλιφόρνιας ή γαλλικές, που είναι κατάλληλες για κάθε έδαφος και υψόμετρο. Βασικό χαρακτηριστικό της ποικιλίας αυτής είναι η λευκή ψίχα, η οποία έχει απόδοση έως 52%, και η όψιμη άνθιση, γεγονός που βοηθά στο να μην πληγεί το δέντρο σε περίπτωση ανοιξιάτικου παγετού.
Ωστόσο, άνθρωποι της αγοράς αναφέρουν στον «Αγροτικό Τύπο» ότι οι εγχώριοι παραγωγοί θα πρέπει σταδιακά να στραφούν και σε νέες ποικιλίες, ώστε να διευρυνθεί χρονικά η περίοδος παραγωγής των καρυδιών. Μάλιστα, συνιστούν προσοχή σε όσους θέλουν να μπουν τώρα στην καλλιέργεια υπενθυμίζοντας τι είχε γίνει παλαιότερα όταν φυτώρια έκαναν αθρόες εισαγωγές δέντρων από την Τουρκία για να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση και τα πουλούσαν ως ελληνικά χωρίς να τηρούν τα στοιχειώδη πρωτόκολλα. Πολλά από αυτά έφεραν βακτήρια τα οποία μετέδωσαν σε άλλα δέντρα με αποτέλεσμα να καταστραφούν.
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνουν ότι η καρυδιά παρουσιάζει μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης, καθώς παρά την αύξηση της παραγωγής, δεν αρκεί για να καλυφθεί η ζήτηση. Επιπλέον, τα καρύδια έχουν υψηλή θρεπτική αξία και, δεδομένου ότι οι καταναλωτές πλέον στρέφονται σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, έχουν γίνει περιζήτητα. Εξάλλου, το προϊόν τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται ευρέως και στη βιομηχανία καλλυντικών, καθώς και τροφίμων, προκειμένου να παραχθούν αλείμματα βουτύρου κ.λπ.
Ενα ακόμα «ατού» των καρυδιών είναι ότι μπορούν να αποθηκευτούν εύκολα και να πουληθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς.
Ως προς τις τιμές, κρίνονται ιδιαίτερα ικανοποιητικές. Ενδεικτικά, τα καρύδια ποικιλίας Καλιφόρνιας θα ξεκινήσουν πάνω από τα 3 ευρώ το κιλό το άσπαστο, ενώ η ψίχα αναμένεται να αγγίξει τα 12 ευρώ το κιλό.
Αντίστοιχα, στη λιανική, το άσπαστο καρύδι πωλείται από 5-7,5 ευρώ το κιλό, ενώ σε καταστήματα delicatessen η τιμή του μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 8,5 ευρώ. Στην ψίχα, ανάλογα με το μέγεθος και το χρώμα της, η τιμή για την πεταλούδα (ο μισός καρπός που περιέχει το καρύδι) πωλείται έναντι 11-12 ευρώ το κιλό, η μισή πεταλούδα (1/4) διατίθεται έναντι 9,5 ευρώ και το 1/8, το λεγόμενο τρίμμα, στα 7,5 ευρώ το κιλό.
Σε ό,τι αφορά την εγχώρια παραγωγή, υπολογίζεται στους 20.000 τόνους ετησίως σε σύνολο 4,5 εκατ. τόνων παγκοσμίως, ποσότητα ωστόσο που δεν αρκεί για να καλύψει τη ζήτηση και ο ανταγωνισμός από άλλες χώρες είναι τεράστιος τόσο σε επίπεδο όγκου όσο και τιμών. Σημειώνεται ότι τη μεγαλύτερη παραγωγή καρυδιών παγκοσμίως διαθέτει η Κίνα με 1,7 εκατ. τόνους, ακολουθούν οι ΗΠΑ με 600.000 τόνους, που αποτελεί και τον μεγαλύτερο εξαγωγέα στον κόσμο, και το Ιράν με σχεδόν 400.000 τόνους, ενώ στο «παιχνίδι» έχουν εισέλθει τελευταία και νέες χώρες, όπως η Χιλή και η Ουκρανία (πριν τον πόλεμο).
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος