Επί τάπητος οι κρίσιμες εξελίξεις στον πρωτογενή τομέα.
Για τις νέες τάσεις στη γεωργία και τη σημασία της χρήσης των νέων τεχνολογιών, την ανάγκη κατανόησης των βασικών πλεονεκτημάτων και αδυναμιών των διαφόρων συστημάτων παραγωγής για τη βιώσιμη παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και τη σημασία της αρχιτεκτονικής τοπίου για τη βελτίωση της σχέσης πόλης - υπαίθρου και των αγροτικών τοπίων μεταξύ τους, μίλησαν οι εισηγητές στην πρώτη ενότητα του 9ου Πανελλήνιου Συνεδρίου που διοργανώθηκε στο Διεθνές Εκθεσιακό Κέντρο Θεσσαλονίκης, με θέμα «Οι Νέες Τεχνολογίες ως Μοχλός Βιώσιμης Ανάπτυξης της Γεωργίας», που συνδιοργανώνουν στο πλαίσιο της 29ης Agrotica, η ΔΕΘ-Helexpo και το τμήμα Γεωπονίας, σχολής Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ.
Η επιστήμη της διατροφής στρέφεται από την έννοια της «επαρκούς διατροφής» σε αυτήν της «βέλτιστης διατροφής», αλλάζοντας τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, «απαιτούνται ποιοτικά, βελτιωμένα, αξιόπιστα και πιστοποιημένα τρόφιμα», επισημάνθηκε.
Έτσι, για την πρόληψη της νοθείας των τροφίμων, οι επιστήμονες ανέπτυξαν μια σειρά από αξιόπιστες δομικές μεθόδους, συμπεριλαμβανομένης της γονιδιωματικής, της επιγονιδιωματικής, της μεταγραφομικής, της πρωτεομικής, της μεταβολομικής και της μεταγονιδιωματικής.
Στο πλαίσιο αυτό, η εργασία της γεωπόνου, υποψήφιας διδάκτορας τμήματος γεωπονίας του ΑΠΘ, Αναστασίας Μπούτσικα, των ερευνητή Β' και ερευνήτριας Γ΄ του Ινστιτούτου Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων ΕΓΛΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Ιωάννη Γανόπουλου και Ιφιγένειας Μελλίδου αντίστοιχα και της αναπληρώτριας καθηγήτριας στο τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, Ειρήνης Νιάνιου-Ομπεϊντάτ, ανέδειξε τη σημασία της χρήσης των νέων τεχνολογιών στην πιστοποίηση, προέλευση και ιχνηλασιμότητα των αγροτικών προϊόντων.
Ο όρος «terroir», όπως τονίστηκε, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για να συνδέσει τους διαφορετικούς γεωγραφικούς φαινοτύπους με την ταυτότητα των γεωργικών προϊόντων, που επηρεάζονται από τις γεωργικές πρακτικές, τον τύπο του εδάφους και το κλίμα. «Σήμερα, η σήμανση των γεωγραφικών ενδείξεων, που περικλείεται στο πλαίσιο της έννοιας του terroir, έχει αναπτυχθεί για τη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων φυτικής προέλευσης και θεωρείται ως ένδειξη υψηλής ποιότητας», υπογραμμίστηκε.
Βέβαια, καθώς η δυναμική των αγροοικοσυστημάτων είναι εξαιρετικά περίπλοκη, αφού αποτελείται από πολύπλοκα συστήματα αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φυτών, των μικροοργανισμών και του ευρύτερου περιβάλλοντος, «η αναγνώριση των κύριων μοριακών συστατικών της ταυτότητας του terroir παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για την προστασία τόσο της προέλευσης, όσο και της ασφάλειας των τροφίμων».
Ταυτόχρονα, η συμβολή του μικροβιώματος ως δυνητικού παράγοντα της ταυτότητας του terroir έχει υποτιμηθεί μέχρι πρότινος, παρόλο που η ύπαρξη διαφορετικών μικροβιακών πληθυσμών ενδέχεται να προκαλεί σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα, διαθεσιμότητα και ασφάλεια των τροφίμων.
Χρησιμοποιώντας την πατάτα (cv. Spunta) ως φυτόμοντέλο, οι προαναφερόμενοι συμμετέχοντες πραγματοποίησαν μια διατοπική, συγκριτική μεταγονιδιωματική ανάλυση, με σκοπό την διάκριση των παραγόμενων κονδύλων πατάτας (Νάξου Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης και Λακκώματος), βάσει του μικροβιολογικού τους προφίλ, καθώς και την εύρεση πιθανών βιοδεικτών για την επίτευξη της ιχνηλασιμότητας τόσο κατά το στάδιο της συγκομιδής όσο και μετασυλλεκτικά. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πράγματι οι περιοχές συλλογής έχουν ξεχωριστή σύνθεση μικροβιακής κοινότητας, με πλουσιότερη μικροβιακή σύνθεση της πατάτας Νάξου, ιδίως μετασυλλεκτικά. Οι κόνδυλοι της Νάξου μετασυλλεκτικά, διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό το προφίλ της μικροβιακής τους κοινότητας σε επίπεδο γένους, παρέχοντας έτσι, ένα σημαντικό εργαλείο για την πιστοποίηση και ταυτότητα ΠΓΕ προϊόντων.
Επισημαίνεται ότι η προαναφερόμενη εργασία υλοποιήθηκε στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Ανάδειξη των ποιοτικών και διατροφικών χαρακτηριστικών της πατάτας Νάξου με ομικές τεχνολογίες» της πρόσκλησης «Ενίσχυση σχεδίων έρευνας, ανάπτυξης και καινοτομίας στους τομείς προτεραιότητας της Στρατηγικής Έξυπνης Εξειδίκευσης της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου», στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Νότιο Αιγαίο 2014-2020».
Τα χαρακτηριστικά των συστημάτων Οργάνωσης Επιχειρησιακών Πόρων (Enterprice Resource Planning-ERP), που αποτελούν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο επιχειρησιακού ελέγχου και χαρακτηρίζονται ως τα συστήματα που βελτιστοποιούν τις επιχειρησιακές διαδικασίες και συναλλαγές μιας οικονομικής μονάδας, ανέπτυξαν η δρ. γεωπόνος, Ασημίνα Κουριάτη και ο αναπληρωτής καθηγητής, τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, Θωμάς Μπουρνάρης.
Από την έρευνα που έκαναν σχετικά με τα χαρακτηριστικά που διαθέτει η εφαρμογή των συστημάτων ERP σε ελληνικές επιχειρήσεις επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, προέκυψε ότι τα πληροφοριακά συστήματα που υπήρχαν σε αυτές πριν την εισαγωγής τους, ήταν διάφορες εμπορικές εφαρμογές και ολοκληρωμένα συστήματα Οργάνωσης Επιχειρησιακών Πόρων, που στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν με νέα. Η ανάλυση που έκαναν έδειξε, ότι στην πλειοψηφία τους απευθύνονται σε όλους τους οικονομικούς κλάδους, ενώ το σύστημα που «κουμπώνει» αποκλειστικά στη γεωργία είναι το Apricot.
Code: Re-Farm: Αναμόρφωση κτηνοτροφικών συστημάτων για βιωσιμότητα & ποιότητα
Ως ζωτικής σημασίας κρίνεται η κατανόηση των βασικών πλεονεκτημάτων και αδυναμιών των διαφόρων συστημάτων παραγωγής για τη βιώσιμη παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και έτσι, είναι απαραίτητος ο στρατηγικός σχεδιασμός και η ανάλυση κερδοφορίας, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις στο σύστημα και την προστιθέμενη αξία που προκύπτει από τις απαιτήσεις των καταναλωτών.
«Σε κάθε περίπτωση, η δομή, η οργάνωση και λειτουργία των συστημάτων εκτροφής, καθώς και η παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας αποτελούν μεν προκλήσεις, αλλά ταυτόχρονα είναι και βασικές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα και αειφορία τους», όπως προκύπτει από την εργασία που παρουσιάστηκε σήμερα στο συνέδριο και η οποία εκπονήθηκε από ομάδα καθηγητών του τμήματος Γεωπονίας και Κτηνιατρικής του ΑΠΘ.
Έτσι, μπορεί η εντατικοποίηση των συστημάτων εκτροφής αγροτικών ζώων τις τελευταίες δεκαετίες να ακολούθησε τους ρυθμούς ζήτησης προϊόντων ζωικής προέλευσης, όμως την ίδια στιγμή εντάθηκαν τα προβλήματα που σχετίζονται με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών, όπως και οι ανησυχίες των καταναλωτών για την ευζωία των ζώων και τις επιπτώσεις στην δημόσια υγεία. Στον αντίποδα, υπάρχουν τα εκτατικά συστήματα εκτροφής που παραδοσιακά θεωρούνται οτι προσφέρουν ποιοτικότερα και πιο φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα.
Το ερευνητικό έργο Code: Re-Farm στοχεύει στις προκλήσεις αυτές ακολουθώντας μια πολυπαραγοντική προσέγγιση στο σύνολο των συντελεστών παραγωγής, καθώς και της βιομηχανίας τροφίμων και των καταναλωτών. Το έργο εστιάζει στα συστήματα εκτροφής πτηνών και αιγών, με στόχο την κατανόηση των εγγενών παραμέτρων που επηρεάζουν την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και την ασφάλεια του καταναλωτή.
Όπως τονίστηκε στο συνέδριο, στο πλαίσιο του έργου επιλέχθηκαν δύο εκτροφές με αίγες Σκοπέλου, μία στο νησί της Σκοπέλου και η άλλη στην Παιανία Αττικής, εκτρεφόμενες σε εκτατικό και εντατικό σύστημα αντίστοιχα. Μεταξύ των δύο εκτροφών υπήρχε γενετική συγγένεια των αιγών, καθώς όλα τα ζώα της δεύτερης εκτροφής προέρχονταν από την πρώτη. Πραγματοποιήθηκαν τέσσερις δειγματοληψίες κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου με καταγραφή της ημερήσιας γαλακτοπαραγωγής για κάθε αίγα και τη λήψη ατομικών δειγμάτων γάλακτος για ποιοτικό έλεγχο και εκτίμηση της τυροκομικής του ικανότητας. Τα πρώτα αποτελέσματα, δείχνουν διαφορές μεταξύ των δύο συστημάτων σε ότι αφορά τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά του γάλακτος, που επηρεάζουν και την τυροκομική ικανότητα, με οριακά υψηλότερες τιμές σε επιθυμητά χαρακτηριστικά (λίπος, πρωτεΐνη, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα) αλλά μικρότερη συνολική γαλακτοπαραγωγή στο εκτατικό σύστημα εκτροφής. Στο εντατικό σύστημα το κύριο χαρακτηριστικό του γάλακτος ήταν οι χαμηλότερες τιμές στον αριθμό των σωματικών κυττάρων και της ολικής μεσόφυλης χλωρίδας.
Οι μετρήσεις θα επαναληφθούν, ώστε τα αποτελέσματα να συνδυαστούν με έρευνες καταναλωτών και να αποτελέσουν τη βάση για επανασχεδιασμό των συστημάτων εκτροφής, ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία και η βιωσιμότητά τους καλύπτοντας ταυτόχρονα τις ανάγκες των ζώων και τις απαιτήσεις των σύγχρονων καταναλωτών.
Μπορεί η αρχιτεκτονική τοπίου να βελτιώσει τη σχέση πόλης - υπαίθρου;
Την ξεκάθαρη θέση της ότι η αρχιτεκτονική τοπίου μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της σχέσης πόλης - υπαίθρου και των αγροτικών τοπίων μεταξύ τους, που σήμερα είναι «προβληματική», επισήμανε στην τοποθέτησή της στο συνέδριο η δρ. αρχιτέκτων Τοπίου - γεωπόνος, Ε.ΔΙ.Π., τμήμα Γεωπονίας Α.Π.Θ, Ελένη Αθανασιάδου. Όπως εξήγησε, η αρχιτεκτονική τοπίου μπορεί να συμβάλει στην αναγνωρισιμότητα, ανάδειξη και ορθολογική διαχείριση του ελληνικού αγροτικού τοπίου, που αποτελεί πολιτισμική κληρονομιά και «όχι απλά ένα εργοστάσιο παραγωγής αγαθών», ιδιαίτερα μάλιστα σε περιοχές όπως την περιαστική ζώνη, «που λεηλατείτε και καταναλώνεται καθημερινά», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Μεταξύ άλλων τόνισε ότι η αρχιτεκτονική τοπίου είναι μια επιστήμη, τέχνη και τεχνική που ασχολείται με τον σχεδιασμό υπαίθριων χώρων κάθε κλίμακας, συστηματικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και είναι «ικανή να προσφέρει σημαντικά στη βελτίωση των τοπίων που ο άνθρωπος ζει και διαμορφώνει», επισήμανε.