Στο “αποτύπωμα” των μνημονίων στον πρωτογενή τομέα στη Δυτική Ελλάδα αναφέρεται δημοσίευμα της εφημερίδας “Συνείδηση”. Με βάση τα στοιχεία 26.000 είναι αυτοί που σταμάτησαν τα τελευταία 10 χρόνια να είναι αποκλειστικά αγγότες και κτηνοτρόφοι.
O πληθωρισμός που βιώνει εσχάτως η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι πληθωρισμός ιστορικού επιπέδου, αφού τέτοια ποσοστά πληθωρισμού η οικονομία είχε να δει από τριακονταετίας. Ωστόσο λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός αυτός χαρακτηρίζεται από την αύξηση του κόστους παραγωγής και όχι από τη αύξηση της ζήτησης.
Σε τέτοιες συνθήκες ο τομέας που πλήττεται ιδιαίτερα είναι ο πρωτογενής τομέας, όπου πλέον αγρότες και κτηνοτρόφοι έχουν δει τα κόστη παραγωγής τους να εκτινάσσονται, αλλά να μην ακολουθούν ανάλογα οι τιμές των προϊόντων τους, πράγμα που κάνει ασύμφορη την παραγωγή. Ρεύμα, καύσιμα, ζωοτροφές, λιπάσματα και λοιπά αγροτικά εφόδια έχουν αυξηθεί κατά πολύ, τη στιγμή που οι τιμές στα προϊόντα των παραγωγών παραμένουν στην καλύτερη των περιπτώσεων ίδιες με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτή την περίοδο χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των παραγωγών της ελιάς ή των εσπεριδοειδών για το γεγονός ότι αναγκάζονται να δίνουν τα προϊόντα τους σε τιμές, που δεν τους αφήνουν το παραμικρό κέρδος.
Η κατάσταση αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να επιταχύνει ακόμη περισσότερο τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού, που ήδη παρατηρείται στην Ελλάδα. Με
βάση τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής την περίοδο 2009-2020, ο αγροτικός πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 30%, όσοι έχουν όσοι
αποκλειστική απασχόληση της αγροτική – κτηνοτροφική δραστηριότητα μειώθηκαν από 875.563 σε 615.520. Την ίδια περίοδο η χρησιμοποιούμενη
γεωργική έκταση στην Ελλάδα μειώθηκα κατά περίπου 6,5 εκατ. στρέμματα, δηλαδή κατά 18,8%.
600.000 στρέμματα γεωργικών εκτάσεων στη Δυτική Ελλάδα έπαψαν να χρησιμοποιούνται
Τα στοιχεία της απογραφής είναι εξίσου αρνητικά για μια από τις πιο αγροτικές περιφέρειες της χώρας, τη Δυτική Ελλάδα. Στη Δυτική Ελλάδα, που επί σειρά ετών βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις όλων των οικονομικών και αναπτυξιακών δεικτών, τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να υπάρξει μεγαλύτερη επέκταση και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, όπου για παράδειγμα ο τουρισμός, που αποτελεί μόλις το 1% της εγχώριας τουριστικής πίτας. Όμως ο πρωτογενής τομέας ήταν και παραμένει ο περισσότερος αναπτυγμένος τομέας στην περιοχή, που ωστόσο τα στοιχεία δείχνουν ότι δέχεται συνεχώς πλήγματα και συρρικνώνεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Δυτική Ελλάδα την περίοδο 2009-2020 η χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση μειώθηκε κατά 19,7%, δηλαδή σε απόλυτους αριθμούς κατά 600.000 στρέμματα περίπου. Πράγμα που φανερώνει τη μεγάλη εγκατάλειψη της υπαίθρου. Ενώ ο αγροτικός πληθυσμός, δηλαδή όσοι έχουν αποκλειστική απασχόληση της γεωργική –κτηνοτροφική δραστηριότητα, παρουσιάζει μείωση κατά 23,7%, δηλαδή είναι 26.000 λιγότεροι. Μιλάμε ουσιαστικά για ένα μέγεθος που αντιστοιχεί με το σύνολο του πληθυσμού του Δήμου Ναυπακτίας, για παράδειγμα. Σε επίπεδο γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στα στοιχεία για την προηγούμενη δεκαετία είναι εξίσου άσχημα, με τις πρώτες να παρουσιάζουν μείωση κατά 13,2% και τις δεύτερες κατά 17%, ενώ οι μεικτές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν σχεδόν στο μισό (κατά 47,2%).
Τεράστιες οι «πληγές» στην κτηνοτροφία
Ακόμη πιο άσχημη είναι η εικόνα στην κτηνοτροφία, όπου η Αιτωλοακαρνανία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο έχοντας μέχρι πρόσφατα την πρωτιά στην χώρα
στην εκτροφή αιγοπροβάτων. Σε επίπεδο κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων οι μειώσεις είναι πολύ μεγάλες στη Δυτική Ελλάδα. Συγκεκριμένα στα βοοειδή η
μείωση φτάνει το 25,4%, στα προβατοειδή το 37,3%, στα αιγοειδή το 52,8%, στους χοίρους το 69,9% και στα πουλερικά το 61,4%. Σε επίπεδο ζωικού
κεφαλαίου όμως οι μειώσεις είναι μικρότερες και μόνο τα βοοειδή διασώζονται καταγράφοντας αύξηση κατά 21,3%. Από εκεί και πέρα προβατοειδή παρουσιάζουν μείωση 12,9%, τα αιγοειδή 19,8%, οι χοίροι 16,5% και τα πουλερικά μείωση 59%.
Η εικόνα ωστόσο αλλάζει σε επίπεδο βιολογική κτηνοτροφία, όπου προφανώς χάρις τα επιδοτούμενα προγράμματα που έχει «τρέξει» τα προηγούμενα
χρόνια η εικόνα είναι εκ διαμέτρους αντίθετη. Για παράδειγμα σε επίπεδο εκμεταλλεύσεων στα βιολογικά βοοειδή καταγράφεται αύξηση 138,2% και αύξηση 25,7% στα βιολογικά προβατοειδή.
Οι επιδοτήσεις δεν αρκούν, όταν τα κόστη παραγωγής αυξάνονται συνεχώς
Το παράδοξο, ωστόσο είναι ότι επιδοτούμενα προγράμματα και ενισχύσεις δεν δίνονται μόνο στη βιολογική κτηνοτροφία, επιδοτήσεις υπάρχουν σχεδόν σε όλο το φάσμα των γεωργικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, παρ’ όλα αυτά τη δεκαετία που πέρασε, τη δεκαετία της κρίσης των μνημονίων, να χρήματα αυτά δεν μπόρεσαν μόνο να διασώσουν τον πρωτογενή τομέα, αλλά ούτε να περιορίσουν τις απώλειες στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο. Τούτου
δοθέντων καταλαβαίνει κανείς ότι διαχρονικά εφαρμόζεται μια πολιτική που επί της ουσίας απαξιώνει και συρρικνώνει τη παραγωγική βάση της χώρας, που είναι ο πρωτογενής τομέας.
Πως θα μπορούσε να αντιστραφεί η εικόνα είναι προφανώς η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Και η απάντηση δεν είναι εύκολη. Οι μειώσεις φόρων και οι φοροαπαλλαγές θα μπορούσαν να δώσουν μια μικρή «ανάσα», όχι όμως να αντιστρέψουν την εικόνα. Χρειάζονται παρεμβάσεις κυρίως ως προς τα κόστη
παραγωγής. Όταν το μεγαλύτερο ποσοστό των αγροεφοδίων είναι εισαγόμενα προϊόντα, από τις ζωοτροφές μέχρι τα λιπάσματα, και οι τιμές τους δεν μπορούν να «ελεγχθούν», τότε οποιοδήποτε μέτρο και να παρθεί θα είναι ανεπαρκές.
Πηγή: Εφημερίδα “Συνείδηση”