Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος (ΕΔΟΚ) εξαπολύει πυρά κατά της Πολιτείας.
Για τη δύσκολη κατάσταση που υπάρχει στην κτηνοτροφία στη χώρα μας μίλησε στην ιστοσελίδα newsbomb ο Λευτέρης Γίτσας, πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κρέατος (ΕΔΟΚ).
Μεταξύ άλλων υποστηρίζει πως:
Η μείωση του ζωικού κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της κτηνοτροφίας από πολλούς, όχι μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά σχεδόν τα τελευταία 50. Έως το 1980 η χώρα μας ήταν απόλυτα αυτάρκης σε παραγωγή κρέατος και από τότε άρχισε μια κλιμακούμενη χρόνο με τον χρόνο μείωση, αρχικά σιγά, ενώ τα τελευταία χρόνια πολύ περισσότερο. Σήμερα η αυτάρκεια σε ελληνικό κρέας όλων των ειδών είναι κάπου στο 33% μαζί και το κοτόπουλο.
Αυτή η παραγόμενη ποσότητα είναι πολύ λιγότερη από αυτήν που είναι απαραίτητο να παράγει η χώρα ώστε να διαθέτει την απαραίτητη επισιτιστική ασφάλεια σε περίοδο κρίσης για να διασφαλίζει την υγεία και ευρωστία του λαού της.
Ο σημαντικότερο λόγος είναι η πολύ μικρή αξία που δώσαμε στα κρέατά μας όλα αυτά τα χρόνια μέχρι και πρόσφατα. Αυτό διότι ο τελικός πωλητής ήταν κατά βάση ο παραδοσιακός κρεοπώλης και συνδέει λανθασμένα το φθηνό με τις δυνατότητα πώλησης. Φτάσαμε το 2020 η τιμή παραγωγού στο πρόβειο κρέας να είναι 1,8-2/κιλό και η τιμή πώλησης, 3/κιλό, το αρνί 4/κιλό στον παραγωγό και στον κρεοπώλη 6/κιλό, το χοιρινό 2,5/κιλό και πώληση 3,5/κιλό, το κοτόπουλο 1,8/κιλό και πώληση 2-2,5/κιλό, ενώ το βόειο 3,5-4/κιλό και πώληση 6-7/κιλό.
Από την άλλη έως σήμερα οι εναπομείναντες κτηνοτρόφοι έμποροι και άλλοι κλάδοι επιβιώνουν παρά πολύ δύσκολα διότι έχουν καταφύγει, άλλοι λιγότερο άλλοι περισσότερο, στην παραβατικότητα που έχει εγκατασταθεί και κάνει κυριολεκτικά πρωταθλητισμό. Μόνο αν οι τιμές των κρεάτων μας ανέβουν εκεί που πραγματικά πρέπει, τότε μόνο θα αρχίσουν να επιστρέφουν οι κτηνοτρόφοι στην παραγωγή εκ νέου, αφού θα υπάρχει πια ενδιαφέρον σημαντικό από το διαμορφούμενο περιθώριο κέρδους. Άλλωστε αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη με μικρές παραλλαγές, δηλαδή το κρέας πωλείται διπλάσια έως τριπλάσια της τιμής πώλησης του παραγωγού.
Πιο αναλυτικά όπως λέει:
Στην αιγοπροβατοτροφία έχουμε αυτάρκεια 89% ενώ εισάγουμε 11% κυρίως το Πάσχα και τις ημέρες του καλοκαιριού λόγο τουρισμού. Εδώ οι δυνατότητες μας είναι τεράστιες και ο κλάδος είναι το μοναδικά μας πλεονέκτημα, αλλά είπαμε ότι δεν υπάρχει κράτος.
Η Βοοτροφία μας διαθέτει 220.000 αγελάδες κρεοπαραγωγικές, στα βουνά μας όμως η παραγωγικότητα τους είναι παρά πολύ μικρή, περίπου 10%, ενώ θα μπορούσε να είναι 60%. Η γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία στο μεγαλύτερο της ποσοστό δεν ενδιαφέρεται για το παραγόμενο κρέας. Εδώ χρειάζονται κίνητρο ώστε να κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους και συμβάλουν και αυτοί με την σειρά τους στην αύξηση της αυτάρκειας σε βόειο κρέας.
Αποτέλεσμα αυτών είναι οι παχυντές βουτρόφοι να εισάγουν δεκάδες χιλιάδες μοσχάρια από το εξωτερικό και μετά από πάχυνση πέντε μηνών να τα διαθέτουν στην ελληνική αγορά ως ελληνικής εκτροφής.
Το ποσοστό βόειου κρέατος που προέρχεται από μοσχάρια που γεννήθηκαν στη χώρα μας είναι 11%, ενώ τα μοσχάρια που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και έμειναν στη χώρα μας τουλάχιστον πέντε μήνες, είναι 18%. Συνολικά 29%, ενώ το υπόλοιπο 71% είναι εισαγόμενο κρέας που έρχεται στην Ελλάδα χωρίς να έχει δημιουργήσει καμία προστιθέμενη αξία για τους κτηνοτρόφους και την εθνική οικονομία.
Στην χοιροτροφία τα πράγματα είναι χειρότερα από οποιανδήποτε κλάδο. Ο σημαντικότερος λόγος είναι ότι δεν υπάρχει σε όλο τον κλάδο ούτε μια συνεργασία. Άλλος λόγος είναι το ότι πωλούν τα χοιρινά τους ζωντανά, λες και βρισκόμαστε ακόμη στο 1970, ενώ το χειρότερο όλων είναι ότι η μόνη τους οργάνωση είναι συνδικαλιστική αποφεύγοντας ό,τι επαγγελματικό έχει την δυνατότητα να βοηθήσει. Η αυτάρκεια εδώ έχει πέσει κάτω του 25%.
Ερωτηθείς για τις προοπτικές αύξησης παραγωγής τονίζει:
Δυστυχώς στο χοιρινό είναι δύσκολο ακόμη και να συγκρατήσεις την παραγωγή στην σημερινή κατάσταση. Στην βοοτροφία όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με τις κατάλληλες διορθωτικές παρεμβάσεις, η αυτάρκεια στο βόειο σε μια τριετία μπορεί να φθάσει το 40% της κατανάλωσης.
Η πτηνοτροφία μας, ένας κλάδος με υψηλά στάνταρ οργάνωσης και αντίστοιχα προϊόντα που διακρίνονται για τα υψηλά επίπεδα υγιεινής και ασφάλειας, δεν κατόρθωσε να καλύψει την αύξηση της ζήτησης και δυστυχώς αυτή καλύφθηκε με εισαγόμενα προϊόντα υποδεέστερης ποιότητας. Είδαμε πολλά προβλήματα αθέμιτου ανταγωνισμού αλλά και πολλές περιπτώσεις ελληνοποιήσεων. Η πτηνοτροφία πρέπει να ανασυνταχθεί προκειμένου να κερδίσει το μεγάλο μέρος της αγοράς του εισαγόμενου.
Το μεγάλο μας πλεονέκτημα όμως είναι η αιγοπροβατοτροφία, η οποία έχει το απόλυτο σε επάρκεια, αν υπολογίσουμε τις εξαγωγές της. Μπορούμε πολύ εύκολα να εκτοπίσουμε όλο το εισαγόμενο, να παραμείνουμε αυτάρκεις στην ελληνική αγορά, αλλά κυρίως μπορούμε να γίνουμε δυνατός «εξαγωγικός παίκτης» της περιοχής, γιατί είμαστε η μοναδική χώρα που έχει το κατάλληλο ανάγλυφο, το μικροκλίμα και τη βιοποικιλότητα, με προνομιακή θέση στη Μεσόγειο αφού γειτνιάζουμε με μουσουλμανικές χώρες, που δεν έχουν επαρκές ζωικό κεφάλαιο. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με ένα τρόπο και αυτός είναι ο προωθούμενος από την ΕΔΟΚ κλάδος της ΚΡΕΑΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑΣ, που αποτελεί συνάμα και μια μικρή αναδιάρθρωση της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Όσο για τον ρόλο της Πολιτείας εξαπολύει σφοδρά πυρά:
Με το μόνο που ασχολούνται είναι να διαφημίζουν τα ήδη αποφασισμένα μέτρα των ΚΑΠ, που με μικρές παραλλαγές επαναλαμβάνονται δεκαετίες τώρα, αλλά και να διώχνουν κυριολεκτικά προτάσεις που γίνονται κατά καιρούς από φορείς διότι θα πρέπει να αποδεχτούν ότι οι ίδιοι δεν είναι ικανοί αλλά και ότι πρέπει και να δουλέψουν.
Πηγή: newsbomb