Οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές εξάγονται στο μεγαλύτερο ποσοστό στις τρίτες χώρες (55%+), με τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορροφούν ποσοστό περίπου 40-45% του όγκου των ελληνικών εξαγωγών.
Δυναμική πορεία καταγράφουν τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές των επιτραπέζιων ελιών, στοιχείο που επιβεβαιώθηκε και το 2022, το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις, αναμένεται να είναι χρονιά-ρεκόρ σε ό,τι αφορά την αξία των εξαγωγών.
Όπως προκύπτει από τα προσωρινά διαχειριστικά στοιχεία της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Επιτραπέζιας Ελιάς (ΔΟΕΠΕΛ), το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο του 2022, οι εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών της χώρας έφτασαν σε αξία τα 565 εκατ. ευρώ και σε ποσότητα τους 193.000 τόνους, όταν το ίδιο διάστημα του 2021 οι ελληνικές εξαγωγές βρίσκονταν στα 456 εκατ. ευρώ και τους 217.000 τόνους αντίστοιχα.
Σύμφωνα με προβλέψεις, για το 2022 η αξία των εξαγωγών θα ξεπεράσει τα 600 εκατ. ευρώ, όταν το 2021 η αντίστοιχη αξία ήταν 565 εκατ. ευρώ, καθιστώντας την έτσι χρονιά-ρεκόρ.
«Οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές είναι από τα πρώτα εξαγωγικά αγροτικά προϊόντα της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προϊόν έχει σχεδόν αποκλειστικά εξαγωγικό προσανατολισμό -εξάγεται σχεδόν το 90% της ετήσιας εγχώριας παραγωγής- με τις πρώτες εξαγωγές του (200 τόνοι) να καταγράφονται το 1858» δήλωσε στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταποιητών - Τυποποιητών - Εξαγωγέων Επιτραπέζιων Ελιών (ΠΕΜΕΤΕ), Κώστας Ζούκας και πρόσθεσε «οι εξαγωγές του προϊόντος αποτελούν το 9,2% του συνόλου των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων της χώρας με την αξία του να έχει υπερδιπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, γεγονός που αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική επίδοση και υπογραμμίζει την εξαγωγική του δυναμική, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην 2η θέση στην παγκόσμια κατάταξη στις εξαγωγές επιτραπέζιων ελιών».
Οι ελληνικές επιτραπέζιες ελιές εξάγονται στο μεγαλύτερο ποσοστό στις τρίτες χώρες (55%+), με τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορροφούν ποσοστό περίπου 40-45% του όγκου των ελληνικών εξαγωγών.
Σύμφωνα με τον κ. Ζούκα «για το έτος 2022 σε επίπεδο χωρών, μακράν η πρώτη χώρα εξαγωγής σε ποσότητες είναι οι ΗΠΑ (173 εκατ. ευρώ αξία εξαγωγών), ενώ ακολουθούν στην πρώτη δεκάδα η Γερμανία (60 εκατ. ευρώ) , η Ιταλία (42 εκατ. ευρώ), το Ην. Βασίλειο (31 εκατ. ευρώ), η Αυστραλία, η Ολλανδία, ο Καναδάς, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Πολωνία.
«Πρόβλημα η έλλειψη των εργατών γης»
Σοβαρά είναι τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί στον κλάδο από την έλλειψη εργατικών χεριών, κάτι που έχει επισημανθεί από σχεδόν όλους τους επαγγελματίες του πρωτογενή τομέα.
Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως «η Ισπανία, η Γερμανία, η Ιταλία έχουν άρει όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια, προσελκύοντας Αλβανούς και Πακιστανούς εργάτες γης που φεύγουν από την χώρα μας».
Αντίθετα όπως λέει «η Ελλάδα φαίνεται να μην δείχνει την παραμικρή πρόθεση να αντιμετωπίσει την έλλειψη τους που απειλεί να αφήσει στα κτήματα μεγάλο μέρος της συγκομιδής των αγροτικών προϊόντων». ΄
Από πλευράς της Διεπαγγελματικής όπως τονίζει έχει επισημανθεί «στα αρμόδια υπουργεία η μη λειτουργικότητα της υφιστάμενης διαδικασίας (γραφειοκρατία, παράβολα, έξοδα, κ.α.) και η άμεση ανάγκη αλλαγής αρχικά του τρόπου υπολογισμού αντιστοίχισης εργατών γης και καλλιεργήσιμων εκτάσεων, προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα έλλειψης χεριών για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις».
Η κλιματική αλλαγή
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και περισσότερο εμφανείς έχοντας σημαντικό αντίκτυπο στον πρωτογενή τομέα. Σε ό,τι αφορά τον κλάδο της ελαιοκαλλιέργειας, παρά το γεγονός ότι το ελαιόδενδρο είναι αρκετά ανθεκτικό στα μεσογειακά κλίματα, υπάρχουν ανησυχίες για τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στην ανθοφορία και αποδοτικότητά του και κατά συνέπια στην παραγωγή ελαιόκαρπου.
«Οι περισσότερες έρευνες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι οι επιδράσεις στην ελαιοκαλλιέργεια θα είναι αρνητικές, κυρίως εξαιτίας των μεγάλων περιόδων ξηρασίας, αυξάνοντας την ακαρπία των ελαιόδεντρων» είπε στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Ζούκας και συμπλήρωσε «εκτιμούμε ότι η διαθέσιμη και ολοένα εξελισσόμενη τεχνογνωσία, θα αποτελέσει σύμμαχο στην κοινή προσπάθεια για την αντιμετώπιση και πρόληψη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ώστε η ελαιοκαλλιέργεια και γενικότερα η γεωργία να ακμάσουν ακόμα μία φορά κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της κλιματικής αλλαγής».
Οι στόχοι για το μέλλον
Με όλα τα στοιχεία να δείχνουν ότι το μέλλον των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών θα είναι λαμπρό, ο Πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ περιγράφει τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν για να συνεχίσει η ανοδική πορεία του προϊόντος.
«Πρέπει να επιμείνουμε στην παραγωγή ποιοτικού προϊόντος και με φροντίδα και προσήλωση να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του προϊόντος στον πρωτογενή τομέα. Ταυτόχρονα σε επίπεδο μεταποίησης οφείλουμε να φροντίσουμε να ανανεώνουμε τις μορφές του τελικού προϊόντος με νέες συνταγές και συσκευασίες, στοχεύοντας σε νέες αγορές και κάνοντας παράλληλα προσπάθεια μέσω νέων επενδύσεων ώστε να μειώσουμε το κόστος».
Σύμφωνα με τον ίδιο τα προγράμματα προώθησης κα ενημέρωσης που πραγματοποίησε την τελευταία 20ετία η ΠΕΜΕΤΕ είχαν ως αποτέλεσμα να «ανοίξουν» νέες αγορές και να «δημιουργηθεί ένα αναγνωρίσιμο ελληνικό brand name για τις δημοφιλείς ανά τον κόσμο επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς της χώρας (Αμφίσσης, Καλαμάτα, Χαλκιδική).
Ο κ. Ζούκας είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η ΠΕΜΕΤΕ επιδιώκει ομόρροπη και παράλληλη ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα γιατί μόνο μέσα από αυτή την διαδικασία θα εξασφαλιστεί η διαθεσιμότητα και η απαιτούμενη ποιότητα του πρωτογενούς προϊόντος, που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του κλάδου.
«Με την ίδια ενέργεια και αποτελεσματικότητα θα συνεχίσουμε την επιτυχημένη πορεία προώθησης των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών, όντες πάντα ένα βήμα μπροστά από τους ανταγωνιστές μας, παράγοντας υπεραξία και οφέλη που θα κατανέμονται σε όλους τους τομείς και φορείς του κλάδου, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της απασχόλησης και στην αύξηση του αγροτικού και εθνικού εισοδήματος» κατέληξε.