Το Βορειοϊρλανδικό Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε ταυτόχρονα με τη συμφωνία εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διατηρεί εκ των πραγμάτων τη βρετανική επαρχία, στην οποία υπάρχει το μοναδικό χερσαίο σύνορο της Βρετανίας με την ΕΕ, στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, προβλέποντας παράλληλα ελέγχους για τα εμπορεύματα που προέρχονται από τη Βρετανία.
Το βρετανικό Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε σήμερα τη νομιμότητα του Βορειοϊρλανδικού Πρωτοκόλλου που εισάγει μετά το Brexit ελέγχους στα εμπορεύματα και βρίσκεται στο κέντρο έντονων διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας ομόφωνα την προσφυγή που είχε κατατεθεί, έβαλε ένα οριστικό τέλος στην αμφισβήτηση του βορειοϊρλανδικού πρωτοκόλλου ενώπιον της βρετανικής δικαιοσύνης.
Τη διαδικασία αυτή είχαν αρχίσει υποστηρικτές της συμμετοχής της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεταξύ των οποίων οι πρώην πρωθυπουργοί της Βόρειας Ιρλανδίας Αρλίν Φόστερ και Ντέιβιντ Τριμπλ -έχει έκτοτε αποβιώσει-, που καταγγέλλουν ότι το εν λόγω πρωτόκολλο απειλεί τη θέση της επαρχίας της Βόρειας Ιρλανδίας στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η προσφυγή τους είχε απορριφθεί σε πρώτο βαθμό τον Ιούνιο 2021 από δικαστήριο του Μπέλφαστ και μετά, σε δεύτερο βαθμό, το Μάρτιο 2022. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούσαν τη νομιμότητα του κειμένου επειδή, αφήνοντας τη Βόρεια Ιρλανδία μέσα στην τελωνειακή ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραβίαζε, σύμφωνα μ' αυτούς, τους νόμους που το 1800 δημιούργησαν το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και το Νόμο της Βόρειας Ιρλανδίας, που έθεσε σε ισχύ τη συμφωνία ειρήνης της Μεγάλης Παρασκευής του 1998.
Το Βορειοϊρλανδικό Πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφηκε ταυτόχρονα με τη συμφωνία εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, διατηρεί εκ των πραγμάτων τη βρετανική επαρχία, στην οποία υπάρχει το μοναδικό χερσαίο σύνορο της Βρετανίας με την ΕΕ, στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, προβλέποντας παράλληλα ελέγχους για τα εμπορεύματα που προέρχονται από τη Βρετανία.
Το κείμενο έχει στόχο ταυτόχρονα να διαφυλάξει την ειρηνευτική συμφωνία του 1998, η οποία έβαλε τέλος σε τρεις δεκαετίες αιματηρών συγκρούσεων στο νησί, αποφεύγοντας την επιστροφή σ' ένα σκληρό τελωνειακό σύνορο ανάμεσα στην Δημοκρατία της Ιρλανδίας, μέλος της ΕΕ, και τη βρετανική επαρχία της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και να προστατεύσει την ακεραιότητα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Μολονότι δεν τέθηκε ποτέ πλήρως σε εφαρμογή, εξαιτίας περιόδων χάριτος στους ελέγχους για προϊόντα όπως το μη κατεψυγμένο κρέας ή τα φάρμακα, το πρωτόκολλο είναι πηγή εντάσεων που στη διάρκεια του 2022 ξανάνοιξαν τις συζητήσεις ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες.
Το Λονδίνο ζητεί κυρίως από την ΕΕ να χαλαρώσει τους τελωνειακούς ελέγχους ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι επικρίνονται από τους ενωτικούς Βορειοϊρλανδούς.
Οι Βρετανοί ζητούν επίσης να καταργηθεί ή να μειωθεί ο ρόλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επιβλέπει την εφαρμογή του πρωτοκόλλου.
Μείζονες πρόοδοι ανακοινώθηκαν πρόσφατα στον Τύπο, πριν οι εν λόγω ανακοινώσεις μετριασθούν, όμως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έκανε λόγο πριν από μία εβδομάδα για «πολύ εποικοδομητικές» συνομιλίες με το Λονδίνο.