Χρησιμοποιούν λιγότερες ποσότητες λιπασμάτων, ως και 15%, τις οποίες μάλιστα και χρησιμοποιούν σε εκείνα τα σημεία του χωραφιού που η παρουσία τους απαιτείται.
Επιπλέον οικονομικό όφελος ύψους 70.000 ευρώ ανά 1000 στρέμματα, βάζουν στην …τσέπη τους οι ορυζοπαραγωγοί που εφαρμόζουν γεωργία ακριβείας στο δήμο Χαλάστρας του νομού Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια στιγμή εξασφαλίζουν την «υγεία» της γης που καλλιεργούν, αφού χρησιμοποιούν λιγότερες ποσότητες λιπασμάτων, ως και 15%, τις οποίες μάλιστα και χρησιμοποιούν σε εκείνα τα σημεία του χωραφιού που η παρουσία τους απαιτείται.
Αυτά επισήμανε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής της εταιρείας «Οικοανάπτυξη» Περιβαλλοντικές Εφαρμογές, Σπύρος Μουρελάτος, σημειώνοντας ότι είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζονται με ακρίβεια τα οικονομικά οφέλη, και όχι μόνο, για αυτούς που εφαρμόζουν γεωργία ακριβείας.
Πρόκειται για «αδιάβλητα δεδομένα μακράς διάρκειας και κλίμακας τα οποία και επεξεργάστηκε η ομάδα της Οικοανάπτυξης, αποκαλύπτοντας τα πραγματικά οφέλη που απολαμβάνουν οι καλλιεργητές που εφαρμόζουν γεωργίας ακριβείας», είπε χαρακτηριστικά.
Θεαματική αύξηση παραγωγής ρυζιού με τη Γεωργία Ακριβείας
Ήδη από το 2017 η ομάδα συγκεντρώνει και αναλύει πραγματικά δεδομένα απόδοσης ρυζιού από ειδικές συσκευές ενσωματωμένες σε θεριζοαλωνιστικές μηχανές και σύμφωνα με τον ίδιο «πρόκειται για δεδομένα στρεμματικής απόδοσης με συντεταγμένες».
Τα δεδομένα αυτά, αφού εξαχθούν από κάθε μηχανή, συγκεντρώνονται από την ομάδα της Οικοανάπτυξης σε ένα γεωγραφικό πληροφορικό σύστημα (Gis), καθορίζονται από θορύβους, βαθμονομούνται με πραγματικά ζυγιστικά δεδομένα, ομογενοποιούνται και παρουσιάζονται σε μορφή χαρτών.
«Μέχρι σήμερα η ομάδα μας έχει συγκεντρώσει, επεξεργαστεί και αναλύσει δεδομένα απόδοσης ρυζιού, από διάφορες θεριζοαλωνιστικές μηχανές, που εξυπηρετούν δεκάδες διαφορετικούς παραγωγούς και συνολικά δεκάδες χιλιάδες στρέμματα στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης», επισημαίνει ο ίδιος.
Υπογραμμίζει δε ότι είναι αυτή η συστηματική γεωστατιστική ανάλυση των δεδομένων, που σε συνδυασμό με τις επίσημές εκθέσεις του Ενιαίου Κέντρου Έρευνας της ΕΕ (Jrs), αποκάλυψε με ξεκάθαρο και αντικειμενικό τρόπο εντυπωσιακά στοιχεία για την ορυζοπαραγωγή στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης κατά την τελευταία 10ετία.
Με βάση τα δεδομένα που αναλύθηκαν και την προαναφερόμενη διαδικασία που ακολουθήθηκε, διαπιστώθηκε ότι οι ορυζοκαλλιεργητές που εφαρμόζουν τη γεωργία ακριβείας της «Οικοανάπτυξης» (5.000-10.000 στρέμματα), καταγράφουν σταθερά τις υψηλότερες αποδόσεις. Μετρήσεις τριετίας από αγροτικές μηχανές από χιλιάδες στρέμματα ορυζοκαλλιεργειας στη Θεσσαλονίκη αποδεικνύουν ότι μεθοδολογίες γεωργίας ακριβείας μεγάλης κλίμακας αποδίδουν πάνω από 25% σε σχέση με τις μέσες αποδόσεις του κάμπου.
«Τα προαναφερόμενα αποτελέσματα βγαίνουν αβίαστα από την ανάλυση των χαρτών απόδοσης, αφού πρόκειται για χρονοσειρές σκληρών δεδομένων, που δεν χωρούν αμφισβήτηση», ξεκαθαρίζει ο κ. Μουρελάτος. Από την ανάλυση των δεδομένων, προκύπτει σύμφωνα με τον ίδιο, ότι η μέση παραγωγή στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης όπου καλλιεργείται ρύζι κυμαίνεται μεσοσταθμικά στα 800 περίπου κιλά/στρέμμα, ενώ οι πλέον εκμηχανισμένες εκμεταλλεύσεις του προϊόντος, επιτυγχάνουν υψηλότερες μεν αποδόσεις, στα 920 κιλά/στρέμμα, αλλά λιγότερες έναντι αυτών στις οποίες εφαρμόζεται γεωργίας ακριβείας, και χωρίς διαφαινόμενη την τάση ανόδου. Στις περίπτωση της γεωργίας ακριβείας οι αποδόσεις ξεπερνούν τα χίλια κιλά ανά στρέμμα.
Η δημιουργία, άλλωστε, του αποθετηρίου δεδομένων από την ομάδα της Οικοανάπτυξης «είναι μοναδική για τα ελληνικά χρονικά και αποτελεί εργασία αναφοράς για το μέλλον της ορυζοκαλλιέργειας στη χώρα μας», δηλώνει με ικανοποίηση ο επικεφαλής της εταιρείας.
Η ορυζοκαλλιέργεια στην Χαλάστρα
Περίπου 100.000 στρέμματα ορυζώνων εκτείνονται στην περιοχή εντός του Εθνικού Πάρκου Δέλτα Αξιού - Λουδία - Αλιάκμονα, καταλαμβάνοντας έτσι σχεδόν το ένα τρίτο της έκτασής του. Η ορυζοκαλλιέργεια ξεκίνησε πειραματικά στην περιοχή της Χαλάστρας το 1949, ενώ σήμερα στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης παράγεται περίπου το 70% του ελληνικού ρυζιού, γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για την τοπική και εθνική οικονομία. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι κυρίως τύπου Japonica και τύπου Indica.
Το ρύζι είναι μονοετές φυτό. Κάθε καλλιεργητική περίοδος ξεκινά με την προετοιμασία του εδάφους από τους παραγωγούς που περιλαμβάνει το όργωμα, την ισοπέδωση και την εφαρμογή των βασικών λιπασμάτων. Την άνοιξη, και κυρίως στις αρχές Μαΐου, ακολουθεί η κατάκλιση των χωραφιών με νερό και η σπορά του φυτού. Στη συνέχεια, το φυτό αναπτύσσεται μέσα στο νερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού για να ακολουθήσει η περίοδος της συγκομιδής τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο.
Η άρδευση των χωραφιών γίνεται μέσω ενός εκτεταμένου αρδευτικού δικτύου που κατασκευάστηκε στο πλαίσιο των εγγειοβελτιωτικών έργων που έγιναν τη δεκαετία του ‘60. Το τοπίο της περιοχής συνθέτουν οι επίπεδες πλάκες «τα λεγόμενα τηγάνια» των ρυζοχώραφων, τα αρδευτικά κανάλια και οι αποστραγγιστικές τάφροι.
Ορυζώνες και άγρια ζωή
Οι ορυζώνες είναι πολύ σημαντικοί για την πανίδα της περιοχής, αφού λειτουργούν ως τεχνητοί εποχιακοί υγρότοποι, «συμπληρώνοντας» το φυσικό οικοσύστημα. Το μήνα Μάιο, στην αιχμή της αναπαραγωγικής περιόδου των πουλιών, τα ρυζοχώραφα πλημμυρίζουν με νερό για να υποδεχτούν τους σπόρους του ρυζιού.
Τα κατακλυσμένα χωράφια είναι γεμάτα μικρούς ασπόνδυλους οργανισμούς και αμφίβια. Προσελκύουν έτσι λευκοτσικνιάδες, νυχτοκόρακες, χαλκόκοτες, μαυροκέφαλους, γλάρους και άλλα πουλιά που αναζητούν τροφή για τα ίδια και τους απαιτητικούς νεοσσούς τους.
Η συνέχιση της ορυζοκαλλιέργειας, εντός της προστατευόμενης περιοχής, όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την ισορροπημένη λειτουργία του οικοσυστήματος. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών μεθόδων παραγωγής, καθώς και η ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.