Συνεπώς καταλαβαίνει κανείς ότι η όρεξη της βιομηχανίας αερίου και στη χώρα μας δεν περιορίζεται ούτε από πολιτικές για το κλίμα αλλά ούτε από εθνικούς στόχους για μία μετάβαση σε 100% καθαρή ενέργεια.
Οι εταιρείες αερίου καθοδηγούν τις κυβερνητικές πολιτικές και εγκλωβίζουν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη σε νέες επικίνδυνες επενδύσεις υγροποιημένου αερίου (LNG). Η δημόσια χρηματοδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων για την ανάπτυξη νέων υποδομών LNG απομακρύνουν ΗΠΑ και ΕΕ από τις δεσμεύσεις τους σχετικά με την επίτευξη των παγκόσμιων κλιματικών στόχων, ενώ επηρεάζουν την υγεία των κοινοτήτων που ζουν κοντά σε σημεία παραγωγής υγροποιημένου αερίου.
Αυτά είναι μερικά από τα βασικά ευρήματα που αποκαλύπτονται σε πρόσφατη έρευνα της Greenpeace International. Τα σχέδια αυτά είναι το αποτέλεσμα της ανάθεσης τόσο της παροχής συμβουλών όσο και της κατασκευής νέων υποδομών σε ευρωπαϊκές εταιρείες εκμετάλλευσης φυσικού αερίου. Η οργάνωση ζητά τον άμεσο τερματισμό των συμβάσεων και υποδομών φυσικού αερίου, τόσο από αμερικανικής όσο και από ευρωπαϊκής πλευράς.
Η Anusha Narayanan, υπεύθυνη του προγράμματος για τον τερματισμό της επέκτασης των ορυκτών καυσίμων, από το αμερικανικό γραφείο, δήλωσε: "Η βιομηχανία φυσικού αερίου (παραγωγοί και διαχειριστές) χρησιμοποίησαν τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία για να στρέψουν τις προτεραιότητες της αμερικανικής και ευρωπαϊκής πολιτικής μακριά από τους κλιματικούς στόχους, με παραμύθια περί ενεργειακής ασφάλειας. Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης δεν πρέπει να εξαπατηθούν. Οι κυβερνήσεις πρέπει να ηγηθούν στον κλιματικό αγώνα και όχι να γίνονται μαριονέτες της βιομηχανίας αερίου, η οποία θυσιάζει την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών απλώς και μόνο για να αυξήσει τα κέρδη της".
"Η έρευνά μας αποκαλύπτει την αλήθεια πίσω από την εταιρική και πολιτική ώθηση για περισσότερες εισαγωγές ορυκτού αερίου από τις ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές χώρες: η ουσία είναι ότι το ορυκτό αέριο αποφέρει κέρδη μόνο στη βιομηχανία, είναι βρώμικο, τοξικό, δεν χρειάζεται και δεν το θέλουμε."
Στην έκθεση "Ποιος κερδίζει από τον πόλεμο - Πώς οι εταιρείες αερίου επωφελούνται από τον πόλεμο στην Ουκρανία" ("Who Profits From War - How Gas Corporations Capitalise from War in Ukraine"), η διεθνής Greenpeace αποκάλυψε την έκρηξη των εισαγωγών υγροποιημένου αερίου από τις ΗΠΑ στην ΕΕ το 2022: η ΕΕ έχει γίνει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας υγροποιημένου αερίου από τις ΗΠΑ και οι εταιρείες σε ΕΕ και ΗΠΑ διπλασιάζουν τις επενδύσεις σε αυτό. Στην ανάλυσή της, η Greenpeace δείχνει πώς η βραχυπρόθεσμη ενεργειακή κρίση απαντήθηκε με μια μακροπρόθεσμη αντίδραση κατασκευής νέων υποδομών, που επηρεάζουν το περιβάλλον και τις τοπικές κοινότητες σε ΗΠΑ και ΕΕ, και με τη διαπραγμάτευση δεσμευτικών συμβάσεων.
Εάν οι υπό κατασκευή ή προτεινόμενοι τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου αερίου της ΕΕ αρχίσουν την παραγωγή, το αποτέλεσμα θα είναι η εκπομπή 950 εκατομμυρίων τόνων CO2-eq ετησίως που θα σχετίζονται με αυτούς τους σταθμούς. Αυτό ισοδυναμεί με τις ετήσιες εκπομπές 211 εκατομμυρίων αυτοκινήτων και θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την ενεργειακή μετάβαση για την επίτευξη των συμφωνημένων κλιματικών στόχων.
Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, ο ΔΕΣΦΑ πρόσφατα υπολόγισε ότι η συμβολή του αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή για το 2030 θα είναι η διπλάσια (24,1 TWh) από αυτή που προβλέπει το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια & το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Συνεπώς καταλαβαίνει κανείς ότι η όρεξη της βιομηχανίας αερίου και στη χώρα μας δεν περιορίζεται ούτε από πολιτικές για το κλίμα αλλά ούτε από εθνικούς στόχους για μία μετάβαση σε 100% καθαρή ενέργεια. Με τέτοιου είδους βλέψεις η βιομηχανία αερίου υπονομεύει εθνικούς στόχους όπως για παράδειγμα την κάλυψη της ηλεκτροπαραγωγής κατά 80% από ΑΠΕ μέχρι το 2030, την ίδια στιγμή που η έκθεση της Greenpeace αναδεικνύει ότι υποδομές LNG (όπως ο τερματικός σταθμός της Ρεβυθούσας) λειτουργούν ιστορικά πολύ κάτω από τη χωρητικότητά τους.
Οι νέες υποδομές αερίου θα υπονομεύσουν τους κλιματικούς στόχους των ΗΠΑ, της ΕΕ και του πλανήτη. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, δήλωσε πρόσφατα ότι και τα δύο μπλοκ πρέπει να επιτύχουν κλιματική ουδετερότητα έως το 2040. Αυτό απαιτεί ταχεία μείωση του ορυκτού αερίου, η οποία θα έκανε τις πρόσφατα κατασκευασμένες και τις προτεινόμενες υποδομές αερίου αδρανείς πόρους, με άλλα λόγια ζημιογόνες και μη βιώσιμες οικονομικές επενδύσεις. Πρόσφατη δημοσίευση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) αποκάλυψε ότι η ζήτηση αερίου στην ΕΕ μειώθηκε κατά 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα το 2022, η πιο απότομη πτώση στην ιστορία, κάτι που ενισχύει το πόσο άσκοπη θα ήταν η επέκταση των λιμένων για να φιλοξενήσουν υποδομές LNG.
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης τις σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια που έχει αυτή η επέκταση στις κοινότητες. Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν απαγορεύσει μεθόδους όπως το fracking στο έδαφός τους, ωστόσο ενθαρρύνουν αυτές τις μεθόδους στις ΗΠΑ για να ικανοποιήσουν την ενεργειακή ζήτηση. Η εξόρυξη και η μεταφορά τοξικού υγροποιημένου αερίου στο Τέξας, το Νέο Μεξικό και τη Λουιζιάνα έχει οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας του αέρα, ρυπασμένο νερό, αναπνευστικές ασθένειες, προβλήματα γεννήσεων και αυξημένα ποσοστά καρκίνου σε αυτές τις κοινότητες, πολλές από τις οποίες είναι κυρίως μαύρες, αυτόχθονες και έχουν χαμηλά εισοδήματα.
Η Greenpeace καλεί τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, τις ΗΠΑ και τις εθνικές κυβερνήσεις, να:
· καταστήσουν υποχρεωτικούς τους στόχους μείωσης αερίου σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο, εφαρμόζοντας μέτρα για την προστασία των ευάλωτων κοινοτήτων και αυξάνοντας τις δημόσιες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την εξοικονόμηση και προγράμματα ανακαίνισης,
· απαγορεύσουν την ανάπτυξη όλων των νέων έργων αερίου και τις νέες εξορύξεις αερίου, με στόχο τη σταδιακή κατάργηση του ορυκτού αερίου χωρίς καθυστέρηση το αργότερο έως το 2035 (στόχος της ΕΕ),
· καταργήσουν σταδιακά όλους τους νέους μόνιμους σταθμούς υγροποιημένου αερίου και να απαγορεύσουν όλα τα νέα έργα και τις επεκτάσεις σε όλες τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ,
· απαγορεύσουν όλες τις μακροχρόνιες συμβάσεις αερίου,
· σταματήσουν την έγκριση νέων έργων υποδομής και νέων μεταφορών,
· καταργήσουν τις επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα,
· τερματιστεί η προνομιακή μεταχείριση των συμφερόντων του λόμπι των ορυκτών καυσίμων και να αντιμετωπιστεί η σύγκρουση συμφερόντων στις πολιτικές για το κλίμα και την ενέργεια