Οι τιμές σε τρόφιμα και ζωοτροφές εξαρτώνται από τις επιπτώσεις στις σοδειές
Το σχέδιο της ΕΕ για τη μείωση της χρήσης και του κινδύνου των φυτοφαρμάκων κατά το ήμισυ έως το 2030 θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στις καλλιέργειες που επηρεάζουν «λίγο ή και καθόλου την επισιτιστική ασφάλεια», προέβλεψε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην πρόσθετη εκτίμηση επιπτώσεων που ζήτησαν οι υπουργοί της ΕΕ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του EURACTIV, τον Μάρτιο, η Επιτροπή συμφώνησε να παράσχει στους ευρωβουλευτές μια μελέτη που θα συμπληρώνει την υφιστάμενη εκτίμηση επιπτώσεων σχετικά με την αμφιλεγόμενη αλλά φιλόδοξη πρόταση που στοχεύει στη μείωση της χρήσης των φυτοφαρμάκων κατά το ήμισυ έως το 2030, έπειτα από ανησυχίες ορισμένων Ευρωβουλευτών για την ασφάλεια των τροφίμων.
Σε ένα σχέδιο εκτίμησης επιπτώσεων 218 σελίδων, το οποίο έλαβε η EURACTIV, η Κομισιόν εξετάζει τον οικονομικό αντίκτυπο του σχεδίου της ΕΕ για τα φυτοφάρμακα στη γεωργική παραγωγή και τις συνέπειες του στη διαθεσιμότητα και τις τιμές των ζωοτροφών και των τροφίμων.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο δυνητικός αντίκτυπος στις τιμές των τροφίμων και των ζωοτροφών, καθώς και η εξάρτηση από τις εισαγωγές και η μείωση των εξαγωγών γεωργικών προϊόντων «εξαρτώνται […] από τις επιπτώσεις στις σοδειές».
Ωστόσο, «οι μεγαλύτερες επιπτώσεις [εκτιμάται] να εμφανίζονται σε καλλιέργειες που παίζουν σχετικά μικρό ρόλο στην ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, όπως τα σταφύλια, ο χυμός και οι ντομάτες», δείχνει η μελέτη.
Το έγγραφο τονίζει ότι οι αγρότες και τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα «να δίνουν προτεραιότητα στη μείωση των φυτοφαρμάκων σε καλλιέργειες που έχουν μικρή έως καμία επίδραση στην επισιτιστική ασφάλεια […] συμβάλλοντας έτσι στην επίτευξη των στόχων μείωσης χωρίς να επηρεάζουν την επισιτιστική ασφάλεια, την παραγωγή, τη διαθεσιμότητα των τροφίμων ή τις τιμές».
Μια άλλη πτυχή που θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων μείωσης των φυτοφαρμάκων που ορίζονται στην στρατηγική «Από το αγρόκτημα στο Πιάτο», είναι η μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων σε μη γεωργικές περιοχές, όπως οι αστικές ζώνες, οι αθλητικές και ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις και οι ιδιωτικοί κήποι.
Μια τέτοια «μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και του κινδύνου σε μη γεωργικές περιοχές ή σε μη τροφικές και μη ζωοτροφικές καλλιέργειες δεν θα είχε επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια», επισημαίνει η Επιτροπή.
Συγκεκριμένα, το σημερινό συγκεντρωτικό αποτύπωμα της χρήσης φυτοφαρμάκων στην ΕΕ -το οποίο περιλαμβάνει επίσης εισαγωγές από τρίτες χώρες- συνδέεται με την παραγωγή «κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, υπηρεσιών, άλλων προϊόντων και τροφίμων χαμηλής θερμιδικής αξίας» (δηλαδή τρόφιμα χαμηλής θρεπτικής αξίας).
Η ανασκόπηση της Επιτροπής υπογραμμίζει ότι, από την άλλη πλευρά, τα ίδια τα φυτοφάρμακα συμβάλλουν «σε περιβαλλοντική υποβάθμιση και απώλεια υπηρεσιών οικοσυστημάτων που μπορεί να οδηγήσουν σε επιπτώσεις στην ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών».
Συγκεκριμένα, τα φυτοφάρμακα που επηρεάζουν τους επικονιαστές και τους οργανισμούς του εδάφους με κρίσιμες λειτουργίες προκαλούν τελικά «ανεπιθύμητες, αρνητικές επιπτώσεις» στην επισιτιστική ασφάλεια.
Η έλλειψη ποιοτικών δεδομένων
Όταν συμφώνησε να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες για τα σχέδια μείωσης των φυτοφαρμάκων, η Επιτροπή είχε ήδη προειδοποιήσει ότι δεν είχε στη διάθεσή της περισσότερα δεδομένα από αυτά που περιλαμβάνονταν στην αρχική εκτίμηση επιπτώσεων που συνοδεύει την πρότασή.
Η πιο πρόσφατη εκτίμηση επιπτώσεων περιλαμβάνει «μια επικαιροποιημένη ανάλυση δεδομένων και εξέταση των εξελίξεων από τότε που διεξήχθη η πρώτη αξιολόγηση αντικτύπου, όπως η εξέλιξη της προόδου προς τους στόχους μείωσης των φυτοφαρμάκων και οι τεχνολογικές και πολιτικές εξελίξεις».
Ωστόσο, η Επιτροπή εξακολουθεί να επιμένει στην έλλειψη εμπειρικών δεδομένων σχετικά με τη χρήση φυτοφαρμάκων, επικρίνοντας προηγούμενες μελέτες μοντελοποίησης και επιπτώσεων που προέβλεπαν «μια άμεση σταθερή μείωση κατά 50% σε όλες τις καλλιέργειες και για όλα τα φάρμακα […] πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε χειρότερες εκτιμήσεις».
Όλες οι μελέτες που επανεξετάστηκαν από την Επιτροπή «έχουν χρησιμοποιήσει ευρείες υποθέσεις μείωσης της απόδοσης», αλλά βασίστηκαν κυρίως σε γνώμες εμπειρογνωμόνων και όχι σε ποιοτικά δεδομένα.
«Από όσο γνωρίζουμε, καμία από τις υπάρχουσες μελέτες που μοντελοποιούν την επίτευξη των στόχων δεν έχει διερευνήσει πώς μια στρατηγική και ειδική για τις καλλιέργειες προσέγγιση στον εθνικό στόχο μείωσης κατά 50% μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα παραγωγής», αναφέρει η μελέτη.
Παρά την έλλειψη δεδομένων, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα πραγματικά στοιχεία για «τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί στη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και του κινδύνου που παρακολουθείται μεταξύ 2011 και 2020 δεν αποδίδονται σε σημαντική αύξηση του κόστους ή της απόδοσης για τις μεγάλες καλλιέργειες και, ως εκ τούτου, δεν έχουν επηρεάσει την επισιτιστική ασφάλεια».
Καμία σημαντική επίδραση από τον πόλεμο στην Ουκρανία
Η πρόσθετη εκτίμηση επιπτώσεων ζητήθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις αυξανόμενες ανησυχίες για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, καθώς και τις ξηρασίες.
Όσον αφορά τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι «οι υψηλές τιμές της ενέργειας και των καυσίμων μπορεί να καταστήσουν την μηχανική καταπολέμηση ζιζανίων μια δαπανηρή εναλλακτική λύση σε σύγκριση με την προστασία των καλλιεργειών μέσω χημικών ουσιών (herbicide)».
«Ωστόσο, οι μεσοπρόθεσμες αγορές ενέργειας αναμένεται να χαλαρώσουν και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν προβλέπεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων», συνεχίζει η έκθεση.
Οι εναλλακτικές λύσεις έτοιμες για το 2030
Στη μελέτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει επίσης ημερομηνία για το πότε θα είναι διαθέσιμες στην Ευρώπη ικανοποιητικές εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με τα συμβατικά φυτοφάρμακα.
«[Οι] τρέχουσες πληροφορίες δείχνουν ότι επαρκή εργαλεία θα είναι γενικά διαθέσιμα εντός του χρονικού πλαισίου των στόχων του 2030 για την παροχή της απαιτούμενης μείωσης της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων και του κινδύνου.»
Ταυτόχρονα, σημειώνεται ότι «[ένα] βασικό εμπόδιο στην υιοθέτηση της IPM [ολοκληρωμένης φυτοπροστασίας] και των νέων τεχνολογιών είναι η αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους και την ορθή χρήση τους», κάνοντας λόγο για την πρόκληση οι αγρότες να εμπιστευτούν αγροτών τα πιο βιώσιμα προϊόντα φυτοπροστασίας.
Βάρος για τους αγρότες
Ένα άλλο αίτημα των υπουργών ήταν να ποσοτικοποιηθεί η διοικητική επιβάρυνση για τους αγρότες που προκύπτει από την εισαγωγή των νέων κανόνων για τα φυτοφάρμακα.
Ωστόσο, «η Επιτροπή δεν διαθέτει ακριβή δεδομένα για να αξιολογήσει τις πιθανές ποσοτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας αυξημένης διοικητικής επιβάρυνσης στην ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των μικρών και μεσαίων γεωργικών εκμεταλλεύσεων», αναφέρεται στην έκθεση.
Ένα πρόσθετο πιθανό κόστος εκτιμάται ότι θα φτάνει τα 180 ευρώ ανά έτος για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις προκειμένου ο αγρότης να λάβει την υποχρεωτική ετήσια «στρατηγική συμβουλή» σύμφωνα με τους νέους κανόνες.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η παροχή τέτοιων συμβουλών μέσω ομάδας ή μέσω διαδικτύου/εξ αποστάσεως θα μπορούσε να έχει τη δυνατότητα να μειώσει αυτό το κόστος «πολύ σημαντικά», ενώ το υπόλοιπο θα μπορούσε να ανακτηθεί εν μέρει από τη μειωμένη χρήση και το σχετικό κόστος των φυτοφαρμάκων για τους γεωργούς.