Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας για το τρέχον έτος, ήταν η χθεσινή, σύμφωνα με το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών, στην έρευνα που δημοσιοποίησε για ένατη διαδοχική χρονιά.
Αυτό, πρακτικώς, σημαίνει ότι για 171 από τις 365 ημέρες του χρόνου εργαστήκαμε το 2023 για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές στο κράτος. Ενώ, από αυτήν την ημερομηνία και μετά, οι φορολογούμενοι θα αρχίσουν να εργάζονται για τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους. Πάντως, η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας ήλθε φέτος 14 ημέρες νωρίτερα σε σχέση με το 2022.
Οι 171 ημέρες εργασίας για το κράτος που προβλέπονται για το 2023 είναι η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση από το 2011, όταν το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 169 ημέρες, σημειώνει, επίσης, το ΚΕΦιΜ. Αν, μάλιστα, συνυπολογιστεί το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, τότε οι 178 ημέρες εργασίας για το κράτος που προβλέπονται για το 2023 είναι η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση από το 2007, όταν το αντίστοιχο μέγεθος ήταν 177 ημέρες.
Από τη μελέτη των στοιχείων προκύπτει δε, ότι το 2021 τα ελληνικά νοικοκυριά πλήρωσαν 44,1 δισ. για τις βασικές τους ανάγκες, ενώ σε φόρους και εισφορές κατέβαλαν περίπου τα διπλάσια. Ταυτοχρόνως, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ (2020), προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι Έλληνες πολίτες εξέφρασαν τη μικρότερη ικανοποίηση σε σύγκριση με τους πολίτες 35 αναπτυγμένων οικονομιών από τις υπηρεσίες του κράτους στην εκπαίδευση, και τη δεύτερη μικρότερη σε ό,τι αφορά την υγεία, αναφέρει το ΚΕΦιΜ.
Σχολιάζοντας τα φετινά αποτελέσματα, ο εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε ότι «η σημαντική φετινή μείωση της φορολογικής ελάφρυνσης στη χώρα μας, εφόσον βεβαίως οι σχετικές προβλέψεις επιβεβαιωθούν από τα τελικά δεδομένα, είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση καθώς οδηγεί σε αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και ενθαρρύνει τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η πρόκληση πλέον είναι η μείωση των φορολογικών βαρών να συνεχιστεί και ταυτόχρονα να βελτιωθεί ουσιαστικά η ποιότητα των παρεχόμενων από το κράτος υπηρεσιών στους πολίτες, μέσα από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και πρακτικών και την ενίσχυση του θεσμού της αξιολόγησης», υπογράμμισε εν κατακλείδι.