Μειωμένη κατά 1.650.000 στρέμματα η παραγωγή μέσα σε 30 χρόνια
Το μαλακό σιτάρι είναι ένα είδος καλλιεργούμενου σίτου που ανήκει στο γένος Triticum. Είναι το πιο ευρέως καλλιεργούμενο σιτάρι στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 95% της παγκόσμιας παραγωγής σίτου.
Είναι γνωστό για την υψηλή περιεκτικότητά του σε άμυλο και πρωτεΐνες.
Παράλληλα, έχει μια σειρά από οφέλη για την υγεία. Αποτελεί μια καλή πηγή ινών, πρωτεϊνών και βιταμινών του συμπλέγματος Β, ενώ μπορεί να βοηθήσει και στη μείωση του κινδύνου καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικού επεισοδίου και διαβήτη τύπου 2.
Εδώ είναι μερικά από τα οφέλη για την υγεία του μαλακού σιταριού:
* Καλή πηγή ινών: Το μαλακό σιτάρι είναι μια καλή πηγή διαλυτών και αδιάλυτων ινών. Οι διαλυτές ίνες μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση της χοληστερόλης και στη διατήρηση του υγιούς βάρους.
Οι αδιάλυτες ίνες μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας και στην καλή λειτουργία του εντέρου.
* Καλή πηγή πρωτεΐνης: Το μαλακό σιτάρι είναι μια καλή πηγή πρωτεΐνης, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη και την επισκευή των ιστών.
* Καλή πηγή βιταμινών του συμπλέγματος Β: Το μαλακό σιτάρι είναι μια καλή πηγή βιταμινών του συμπλέγματος Β, οι οποίες είναι σημαντικές για διάφορες λειτουργίες του σώματος, όπως η μετατροπή τροφής σε ενέργεια, η παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων και η λειτουργία του νευρικού συστήματος.
Το μαλακό σιτάρι είναι ένα θρεπτικό και ευέλικτο δημητριακό που μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας υγιεινής διατροφής.
Από αυτό γίνεται το ψωμί΄και εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία.
Οι εισαγωγές αυτές δεν είναι μόνο άσκοπες και καταστροφικές για την ελληνική οικονομία, αλλά πρόκειται και για σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας!
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957 η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι με την ποικιλία Γ 38290, που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα που διατηρήθηκε μέχρι το 1984.
Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων), ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981 μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων).
Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των δημητριακών, που έφτασε το 2008 τα 365 εκατ. ευρώ, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφτασε την ίδια χρονιά στα 354 εκατομμύρια ευρώ.
Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα.
Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή σιτηρών με 9 εκατ. στρέμματα, από τα οποία περίπου τα 6 εκατ. είναι με σκληρό και μαλακό σιτάρι.