FAO: Πτώση της υπεραλίευσης στη Μεσόγειο

Η Ελλάδα είναι 2η στη Μεσόγειο στα αλιευτικά σκάφη μικρής κλίμακας

Το ποσοστό των υπεραλιευμένων αποθεμάτων στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 60 %, συνεχίζοντας την πτωτική τάση που καταγράφεται εδώ και μια δεκαετία, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε σήμερα.  

Αν και το πρόβλημα της υπεραλίευσης παραμένει λόγος ανησυχίας , η έκθεση SoMFi 2023 (The State of Mediterranean and Black Sea Fisheries 2023/ Η κατάσταση στην αλιεία στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο, 2023) σημειώνει πτώση της τάξης του 15% την τελευταία χρονιά, βελτίωση που συμβαδίζει με τη συνεχή μείωση της αλιευτικής πίεσης, η οποία έχει μειωθεί κατά 31% από το 2012.  

Η έκθεση αυτή αποτελεί την εμβληματική έκδοση της Γενικής Επιτροπής Αλιείας για τη Μεσόγειο (ΓΕΑΜ) τoυ Διεθνούς Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των Ηνωμένων Εθνών. Για πρώτη φορά, η φετινή αναφορά περιλαμβάνει επίσης δεδομένα για τον τομέα της θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας στην περιοχή.  

Η αλιεία και η θαλάσσια υδατοκαλλιέργεια παράγουν έσοδα μεγαλύτερα από 20 δισ. δολάρια 

Η ΓΕΑΜ, μία περιφερειακή οργάνωση διαχείρισης αλιείας, είναι υπεύθυνη για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια σε θαλάσσια και υφάλμυρα ύδατα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Οι αριθμοί της SoMFi 2023 δείχνουν ότι η αλιεία σε συνδυασμό με την υδατοκαλλιέργεια παρήγαγαν σχεδόν 2 εκατομμύρια τόνους θαλασσινών το 2021.

Η συνεισφορά και των δύο από οικονομικής άποψης ήταν εξίσου σημαντική, καθώς δημιούργησαν έσοδα που ξεπέρασαν τα 20 δισ. δολάρια και στήριξαν 700 000 θέσεις εργασίας σε ολόκληρη την αλυσίδα αξίας.  

«Η ειδική αυτή έκδοση του SoMFi αποδίδει την πλήρη εικόνα του ζωτικού αυτού τομέα, υπογραμμίζοντας το πόσο σημαντικός είναι για τον βιοπορισμό, την επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφή στην περιοχή μας», δήλωσε ο Εκτελεστικός Γραμματέας της ΓΕΑΜ Μιγκέλ Μπερνάλ.

«Εργαστήκαμε εντατικά με τις χώρες και τους ειδικούς για τη συλλογή και τη συγκέντρωση δεδομένων υψηλής ακρίβειας/ποιότητας, και αυτό καθιστά το SoMFi ένα εργαλείο-κλειδί για τη λήψη αποφάσεων και την παρακολούθηση της προόδου στην επίτευξη βιώσιμης αλιείας και υδατοκαλλιέργειας στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο», πρόσθεσε. 

Θετικές τάσεις στην αλιεία, αλλά ο τομέας παραμένει υπό πίεση   

Παρά το ότι η εντατική εκμετάλλευση των ιχθυαποθεμάτων έχει μειωθεί σημαντικά, η αλιευτική πίεση στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο είναι ακόμη διπλάσια από το επίπεδο που θεωρείται βιώσιμο. Παρόλα αυτά, η έκθεση δείχνει ότι η διαρκής εστίαση της ΓΕΑΜ στην επέκταση των σχεδίων διαχείρισης και των τεχνικών και χωρικών μέτρων αποφέρει θετικά αποτελέσματα για τα πιο σημαντικά εμπορικά είδη. Τα αποθέματα του μπακαλιάρου στη Μεσόγειο, του καλκανιού  στον Εύξεινο Πόντο και της γλώσσας στην Αδριατική, όλα υπό το καθεστώς ειδικών σχεδίων διαχείρισης, έδειξαν σημαντική μείωση στην υπεραλίευση, ενώ για ορισμένα από αυτά υπάρχουν δείγματα ανάκαμψης της βιομάζας τους.   

Ορισμένα αποθέματα τα οποία υπάγονται σε σχέδια διαχείρισης, δείχνουν μεγαλύτερη από τον μέσο όρο μείωση στην αλιευτική πίεση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η κατά 77% μείωση της πίεσης στη γλώσσα στην Αδριατική, η οποία έχει φτάσει πλέον ποσοστά βιώσιμης εκμετάλλευσης, και η κατά 73% μείωση στο καλκάνι στον Εύξεινο Πόντο. 

Με οδηγό την Στρατηγική 2030 και ενσωματώνοντας το όραμα του FAO για έναν Γαλάζιο Μετασχηματισμό (Blue Transformation), η ΓΕΑΜ εφαρμόζει 10 πολυετή σχέδια διαχείρισης με τη συμμετοχή σχεδόν 7000 σκαφών για την προστασία ευαίσθητων ειδών και τρωτών θαλάσσιων οικοσυστημάτων, που περιλαμβάνουν τα κοράλλια βαθέων υδάτων, αλλά και σημαντικούς για τα ψάρια οικότοπους, όπως περιοχές αναπαραγωγής, καθώς και δέκα περιοχές απαγόρευσης της αλιείας που καλύπτουν μια περιοχή μεγαλύτερη από 1,75 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο.  

Σε ολόκληρη την περιοχή, οι εξαλιεύσεις αποτελούνται ακόμη κυρίως από μικρά πελαγικά ψάρια, κατά κύριο λόγο από γαύρο και σαρδέλα. Στη Μεσόγειο, 55 είδη αποτελούν το 90% των εξαλιεύσεων, ενώ στον Εύξεινο Πόντο πέντε μόλις είδη αντιστοιχούν στο ίδιο ποσοστό.   

Τα συνολικά ποσοστά παραγωγής των αλιευτικών σκαφών παρέμειναν σταθερά τα τελευταία χρόνια, με την Τουρκία να ηγείται στις εκφορτώσεις, και να ακολουθείται από την Ιταλία και την Τυνησία.  

Τα σκάφη αλιείας μικρής κλίμακας αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του αλιευτικού στόλου και προσφέρουν περισσότερες από τις μισές θέσεις εργασίας. Παρά το ότι τους αναλογεί μόλις το 15% των εξαλιεύσεων, τα σκάφη αυτά αποφέρουν σχεδόν το 30% των εσόδων.    

Η υδατοκαλλιέργεια είναι τομέας με ταχεία ανάπτυξη

Η SoMFi αναφέρει ότι, σε αντίθεση με την αλιευτική παραγωγή, ο τομέας της θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας της περιοχής αναπτύσσεται σημαντικά. Η παραγωγή της υδατοκαλλιέργειας σε αλμυρά και υφάλμυρα ύδατα έχει σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, σημειώνοντας αύξηση μέχρι και 91,3%, και έσοδα που επίσης αυξήθηκαν μέχρι και 74,5%.   

Οι τρεις κατά κύριο λόγο μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην περιοχή είναι οι κλωβοί, οι υδατοσυλλογές, τα πλωτά συστήματα, ενώ τα πιο συχνά καλλιεργούμενα είδη είναι η τσιπούρα, το λαβράκι και το μύδι. 

Η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Ελλάδα είναι, με αυτή τη σειρά, οι μεγαλύτεροι παραγωγοί στην περιοχή, συγκεντρώνοντας το 71% του συνολικού όγκου παραγωγής.   

Η φετινή έκδοση SoMFi γίνεται ένα μόλις χρόνο μετά την προηγούμενη. Παρουσιάζει τα ευρήματά της σε περιληπτική μορφή και κάνει την αρχή για έναν διετή πλέον κύκλο, με την επόμενη έκδοση να προγραμματίζεται για το 2025.   

Ελλάδα  

Η Ελλάδα είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος παραγωγός σε εκφορτώσεις (9,3% του συνόλου με 62 000 τόνους, μέσος όρος του 2020-2021), με μείωση 18,9% σε σχέση με την προηγούμενη διετή περίοδο, και με εξαλιεύσεις που χαρακτηρίζονται κυρίως από σαρδέλα και γαύρο (30,1%). 

Όσον αφορά τα αλιευτικά σκάφη, η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στη Μεσόγειο, με 12 197 σκάφη, τα περισσότερα μικρής κλίμακας (97%).   

Οι αλιείς μικρής κλίμακας αντιπροσωπεύουν το 81% της επί του σκάφους απασχόλησης στην Ελλάδα 

Στην υδατοκαλλιέργεια σε αλμυρά και υφάλμυρα ύδατα, κυρίαρχα είδη είναι η τσιπούρα (47 τοις εκατό%), το λαβράκι (36 τοις εκατό%) και το ευρωπαϊκό μύδι (10 τοις εκατό%), και η παραγωγή έφτασε τους 141.000 τόνους το 2021 και αξία 762 εκατομμυρίων δολαρίων. 

Οι κλωβοί (87 τοις εκατό%) είναι η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη τεχνική καλλιέργειας.